Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

ΠΡΟΣ Το Μονομελές Εφετείο Κερκύρας ΔΙΑ Του Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας

ΠΡΟΣ
Το Μονομελές Εφετείο Κερκύρας
ΔΙΑ
Του Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας

ΑΙΤΗΣΗ (551 ΚΠΔ)
Του ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ του Νικολάου, κρατουμένου και νοσηλευομένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, κατοίκου Κερκύρας, Ηλία Πολίτη 9.

----------
Κρατούμαι, όπως προκύπτει από το συνημμένο (Νο1) στην παρούσα Πιστοποιητικό κράτησης, για την εκτέλεση των εξής καταδικαστικών αποφάσεων :
α) 88/07 του Τριμελούς Εφετείου Κερκύρας (συγχωνευτική) με ποινή κάθειρξης 9 ετών, β) 7858/99 του Μονομελούς Πλημ/κείου Ρόδου, με ποινή φυλάκισης 8 μηνών, γ) 4491/01 του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης 16 μηνών, δ)1365/02 του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης 8 μηνών, ε)26568/02 του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με ποινή φυλάκισης 8 μηνών, στ)841/02 του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών με ποινή φυλάκισης 11 μηνών, ζ)8053/05 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης 18 μηνών,  η)58/06 του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, με ποινή φυλάκισης 3 ετών και θ)2793/13 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών με ποινή κάθειρξης 5 ετών.
            Σύμφωνα με τις παραδοχές - αιτιολογία τόσο του υπ΄αριθμόν 917/2011 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που απέρριψε αίτησή μου για την υφ' όρον απόλυσή μου, όσο και του υπ΄αριθμόν 132/2012 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς που απέρριψε Έφεσή μου κατά του άνω πρωτόδικου Βουλεύματος (προσκομίζονται Νο2 και Νο3), στην δική μου περίπτωση ισχύει και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 105, παρ. 3 ΠΚ (ήδη, παράγραφος 4, μετά την αναρίθμησή της με το άρθρο 4, Ν.3904/2010).

            Υπό το καθεστώς της διάταξης αυτής (105, παρ.3(4) ΠΚ) η έκτιση των ποινών που συντρέχουν στην έκτισή τους γίνεται ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ και ΑΡΘΡΟΙΣΤΙΚΑ, ώστε η υφ' όρον απόλυση του κρατουμένου να χορηγείται ΜΟΝΟΝ όταν και εφόσον έχουν εκτιθεί ΑΡΘΡΟΙΣΤΙΚΑ τα τμήματα των επιμέρους ποινών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρο 105 ΠΚ, δηλαδή, 3/5 για την κάθειρξη  και 2/5 για την φυλάκιση.
            Είναι προφανές και αυτονόητο ότι κατά την άνω διάταξη (όπως δέχονται και τα μνημονευόμενα Βουλεύματα) δεν υπάρχει, ούτε και μπορεί να υπάρξει διαδοχική έκτιση των συντρεχουσών ποινών μου ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ και τον ΤΡΟΠΟ που αυτή προσδιορίζεται στις υπ΄αριθμούς 176/2009 και 1/2011 Διατάξεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (προσκομίζονται Νο4 και Νο5), αφού κάθε ημέρα κράτησής μου αφαιρείται από το άθροισμα όλων των επιμέρους ποινών μου (βλ. και ΓνωμΕισΑΠ 15/1997, ΠοινΧρ ΜΗ', σελ.84).
            Εάν η έκτιση των συντρεχουσών στην εκτέλεση ποινών εγένετο σύμφωνα με τον τρόπο της "διαδοχικής" έκτισης που περιγράφουν και υιοθετούν οι  άνω Διατάξεις, είναι προφανές, ότι τα δικαστικά συμβούλια θα έπρεπε :
            α) Είτε να χορηγούν υφ' όρον απόλυση για κάθε ποινή χωριστά (δηλαδή, η μία μετά την άλλη)με την συμπλήρωση του κατά την παρ.1, του άρθρου 105 ΠΚ τμήματος κάθε μίας απ' αυτές.
            β) Είτε να μην χορηγούν καμία υφ΄όρον απόλυση και να επιβάλλουν την εξ ολοκλήρου έκτιση κάθε μίας από τις συντρέχουσες ποινές, μετά την οποία θα αρχίζει η έκτιση της εκάστοτε επομένης.
            Σε κάθε περίπτωση, μετά την έκδοση των άνω Βουλευμάτων, υπάρχει, πλέον, πλήρης, και απόλυτη αποσαφήνιση των εννοιών της "συνέκτισης" και της "διαδοχικής" έκτισης, ώστε, με ισχύ δεδικασμένου,  να καθίσταται σαφές και απολύτως διαυγές, ότι αυτό που, πραγματικά, απαγορεύεται είναι η ΣΥΝΕΚΤΙΣΗ των συντρεχουσών ποινών, όπως αυτή προσδιορίζεται παρακάτω (υπό στοιχείο 2 της παρούσας) και, επομένως, η ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ και ΑΡΘΡΟΙΣΤΙΚΗ έκτιση ΔΕΝ είναι και ΔΕΝ μπορεί να θεωρείται συνέκτιση.
            Γι' αυτό και το επιχείρημα - αιτιολογικό των άνω Εισαγγελικών  Διατάξεων, πως, τάχα,  η συνέκτιση ωφελεί τους καθ' έξη εγκληματίες, αφορά ΜΟΝΟΝ την αμιγή συνέκτιση, κατά την οποία κάθε μέρα κράτησης αφαιρείται ολόκληρη από ΚΑΘΕ ΜΙΑ συντρέχουσα ποινή  και δεν αφορά, ούτε έχει καμία σχέση με την ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ και ΑΡΘΡΟΙΣΤΙΚΗ  έκτιση των συντρεχουσών ποινών, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 3 (4) του άρθρου 105 ΠΚ, όπου κάθε ημέρα κράτησης αφαιρείται από το ΑΡΘΡΟΙΣΜΑ των ποινών που συντρέχουν στην έκτισή τους.
            Κι αυτό διότι η ΣΩΡΕΥΤΙΚΗ και ΑΡΘΡΟΙΣΤΙΚΗ  συνέκτιση, η οποία έχει αποκληθεί (εσφαλμένα) "διαδοχική έκτιση" από την νομολογία, που επικαλούνται και παραθέτουν οι άνω Διατάξεις, ΔΕΝ οδηγεί σε πλεονεκτική μεταχείρηση των καθ' έξη εγκληματιών, όπως η αμιγής συνέκτιση, αφού αυτοί αναγκάζονται να εκτίουν ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ χρόνο ποινήςακόμη κι από αυτόν που θα εκτίσουν ακόμη και με τον καθορισμό συνολικής ποινής κατ' άρθρο 551 ΚΠΔ.
            Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η κατά τα άνω διατύπωση της παραγράφου 3 (4) του άρθρου 105 ΠΚ έγινε με το άρθρο 1, παρ. 5, Ν.2207/94, υπό το "ΒΑΡΟΣ" της μέχρι τότε διαμορφωθείσας νομολογίας μετά την έκδοση της ΟλΑΠ 443/76.
Πλην της πρώτης και της τελευταίας, όλες οι ανωτέρω ποινές μου έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, πριν την 16η Ιουλίου 2009 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3772/09), αλλά δεν είχα, ούτε έχω την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλω τα ποσά της μετατροπής.
Με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν.3772/09 ορίζεται ότι: «Όσοι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν καταδικαστεί σε στερητική της ελευθερίας ποινή, που έχει μετατραπεί σε χρηματική και εκτίουν την ποινή τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο,                                                   λόγω   αδυναμίας  καταβολής του ποσού της μετατροπής, απολύονται με διάταξη του Εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο, ότι δεν θα υποπέσουν μέσα σε τρία έτη σε νέο από δόλο τελούμενο έγκλημα».
Ο Εισαγγελέας Πειραιώς, όμως, με την υπ’ αριθμόν 176/2009 Διάταξή του, μετά από δική μου αίτηση, δεν διέταξε την υφ’ όρον απόλυσή μου για τις εν λόγω ποινές, παρά την δηλωθείσα οικονομική αδυναμία μου και απέρριψε την αίτησή μου με την δικαιολογία (σκεπτικό) ότι, δήθεν, εγώ εξέτια τότε μόνο την ποινή της 9ετούς κάθειρξης (πρώτη από τις ανωτέρω) και όχι τις υπόλοιπες, επειδή αυτή αναφέρεται πρώτη στο συνυποβληθέν Πιστοποιητικό κράτησής μου.
Κατά της Διάταξης αυτής άσκησα, κατ’ άρθρο 48 ΚΠΔ προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ο οποίος με την υπ’ αριθμόν 86/09 Διάταξή του απέρριψε την προσφυγή μου ως απαράδεκτη, επειδή αυτή (προσφυγή), ως οιονεί ένδικο μέσον, δεν προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 3772/09.
Μετά την έκδοση της άνω Διάταξης προσέφυγα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με αντιρρήσεις μου (565 ΚΠΔ), πλήν, όμως, το δικαστήριο αυτό με την υπ' αριθμόν 5686/2010 απόφασή του εθεώρησε εαυτό αναρμόδιο να την κρίνει ην νομιμότητα της άνω Εισαγγελικής  Διάταξής και η ασκηθείσα κατά της απόφασης αυτής αναίρεσή μου απορρίφθηκε, επίσης, με την υπ' αριθμόν 867/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, για τον ίδιο λόγο, επειδή, δηλαδή, η αναίρεση κρίθηκε απαράδεκτη.
Εν συνεχεία με την υπ' αριθμόν 1/2011 Διάταξή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, εκδοθείσα μετά την δική μου αίτηση, απέρριψε και πάλι το αίτημά μου με το ίδιο σκεπτικό, όπως η υπ' αριθμόν 176/2009 προηγουμένη.
Έτσι, όμως, υπάρχει πλήρης και προφανής παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, του άρθρου 14, παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου της Ν. Υόρκης (Ν. 2462/97), αλλά και του άρθρου 20 Συντ., αφού για αποκλειστικά και μόνον τυπικούς λόγους παρεμποδίζεται η άσκηση του ατομικού μου δικαιώματος να ασκήσω αποτελεσματική προσφυγή και να ζητήσω δικαστική προστασία για να διαπιστωθεί αν μία διοικητική πράξη, όπως είναι η Εισαγγελική Διάταξη, παραβιάζει ή όχι τον νόμο και τα νόμιμα δικαιώματά μου, όλα αυτά, δε, παρά τις επανειλημμένες αποφάσεις και την πάγια περί του αντιθέτου νομολογία του ΕΔΔΑ με πολλαπλό, δυστυχώς αποδέκτη της χώρας μας, που πληρώνει αδρά την κατεστημένη τυπολατρική αντιπετώπιση τέτοιων ζητημάτων...
Μετά την έκδοση των άνω βουλευμάτων επανήλθα με την από 16.7.2012-(προσκομίζεται Νο7) Αίτησή μου και ζήτησα να εκδοθεί νέα Διάταξη του Εισαγγελέα, ενόψη του δεδικάσμένου, αλλά ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς εξέδωσε την υπ' αριθμόν 64/2012 Διάταξή του (προσκομίζεται Νο8), η οποία είναι ακριβής αντιγραφή των δύο άνω προηγουμένων Διατάξεων του, παραβλέποντας το σκεπτικό των άνω Βουλευμάτων και αρνείται, ουσιαστικά, να απαντήσει στην αίτησή μου κατά παράβαση του άρθρου 10 Συντ και των διατάξεων του ΚΠΔ.
Αδυνατώντας να κατανοήσω και να αποδεχθώ την άνω μεταχείρισή μου από τον εν λόγω Εισαγγελέα απηύθυνα στον Εισαγγελέα Πλημμ/κών Πειραιώς την από 17.10.2012 Αναφορά - Διαμαρτυρία μου (προσκομίζεται Νο9) ζητώντας την έκδοση διάταξης κατά το δεδικασμένο των άνω Βουλευμάτων αλλά μέχρι σήμερα ΟΥΔΕΜΙΑ έχω λάβει απάντηση !!!
Να σημειωθεί ότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς επέμεινε στην κατά τα άνω άποψή του και για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 33, παρ.4, Ν. 3904/2010 στην περίπτωσή μου, εδώ, δε, απαξίωσε και να εκδώσει Διάταξή του και με το υπ' αριθμόν πρωτ. 522/18.1/2011 έγγραφό του (προσκομίζεται Νο10) επέστρεψε τις υποβληθείσες αιτήσεις μου επειδή δεν εξέτια κατά την δημοσίευσή του άνω νόμου τις ποινές που αφορούσε η άνω διάταξη...
  Είναι προφανές, όμως, ότι οι άνω διατάξεις υπ’ αριθμούς 176/09, 1/2011 και 64/2012, αλλά και το υπ' αριθμόν πρωτ. 522/2011 άνω έγγραφο - πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς , είναι μη νόμιμες και ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΚΥΡΕΣ, μη δυνάμενες να παράγουν έννομα αποτελέσματα, για τους εξής λόγους :
1) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 Ν. 2776/99 (Σωφρονιστικός Κώδικας) 549 και 552 ΚΠΔ προκύπτει αφενός μεν ότι η «εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης», η «εκτέλεση της ποινής» και η «έκτιση της ποινής» είναι έννοιες ταυτόσημες και αφετέρου ότι η εκτέλεση – έκτιση αυτή αρχίζει με την σύλληψη του καταδικασθέντος, σε εκτέλεση της σχετικής παραγγελίας του Εισαγγελέα για την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης και την κράτηση του καταδίκου, ο οποίος παραδίδεται, τελικά, στη φυλακή (ΑΠ 1076/79 ΠοινΧρ Λ΄, 152, ΓνωμΕισΕφΑθ 38071/88, ΠοινΧρ ΛΗ΄,147, ΔιατΕισΕφΘεσ. 2/2000, ΠοινΔικ. 2000, 89, ΔιατΕισΠρωτΠειρ 10613/02 ΠοινΔ 2002, 1173 κ.λ.π.) ώστε όταν συντρέχουν στην εκτέλεση περισσότερες ποινές κάθε μια από αυτές αρχίζει να εκτίεται στην στιγμή που αρχίζει η κράτηση – φυλάκιση του καταδικασθέντος.
2) ΣΥΝΕΚΤΙΣΗ ποινών υπάρχει και νοείται ΜΟΝΟΝ όταν κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται και μετράται ως χρόνος – ημέρα κράτησης καθεμιάς από τις συντρέχουσες στην εκτέλεση ποινές (Βλ. ΑΠ 399/68, ΠοινΧρ 1969, 26, ΑΠ 403/68, ΠοινΧρ 1969, 31, ΑΠ 476/72, ΠοινΧρ 1972, 621, ΑΠ 863/74, ΠοινΧρ 1975, 201κ.λ.π.).
Αν, δηλαδή, ο κρατούμενος πρέπει να εκτίσει τρεις ποινές φυλάκισης ύψους 1 (ενός) έτους καθεμία, που έχουν καταγνωσθεί με τρεις διαφορετικές καταδικαστικές αποφάσεις, χωρίς να έχει γίνει «συγχώνευσή» τους και έχει παραμείνει κρατούμενος επί δεκάμηνο, υπό το καθεστώς της «συνέκτισης» θεωρείται, ότι έχει εκτίσει 10 μήνες από κάθε συντρέχουσα ποινή και έχει, επομένως, υπόλοιπο 2 μήνες από κάθε ποινή.
Μέχρι την έκδοση της απόφασης της Ολομελείας του Αρείου Πάγου με αριθμό 443/76 (ΠοινΧρ 76, 829) τόσο η νομολογία, όσο και η από καθέδρας ακαδημαϊκή γνώση ήταν διχασμένες και ταλαντευόμενες μεταξύ «συνέκτισης» και «διαδοχικής» έκτισης των ποινών που συνέρρεαν στην έκτισή τους, χωρίς να έχει γίνει καθορισμός συνολικής ποινής, η, δε, ανομοιομορφία αυτή παρήγαγε τραγελαφικές καταστάσεις και στις φυλακές, όπου άλλοι κρατούμενοι εξέτιαν ταυτόχρονα περισσότερες ποινές και άλλοι τις εξέτιαν διαδοχικά ή αθροιστικά.
Η κατάσταση αυτή λύθηκε οριστικά με την άνω απόφαση της ΟλΑΠ 443/1976,  η οποία αποδέχθηκε την άποψη – θέση της «διαδοχικής έκτισης», όπου, φυσικά, όταν δεν έχει καθορισθεί συνολική ποινή κατ' άρθρο 551 ΚΠΔ, η διαδοχή είναι αφηρημένη και πρόκειται, ουσιαστικά και τυπικά, για σωρευτική και αθροιστική έκτιση, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη σειρά έκτισης των συντρεχουσών ποινών, αφού αυτή (σειρά) θα έπρεπε να καθορίζεται με νόμο και κριτήρια  κατάταξης των ποινών, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση της ρύθμισης του άρθρου 550 ΚΠΔ, κάτι που ΔΕΝ υπάρχει και αυτό ήταν και είναι το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της αμιγούς συνέκτισης των ποινών.
 Έτσι, λοιπόν, υπό το καθεστώς του διεμόρφωσε η άνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το οποίο επεκράτησε να αποκαλείται «διαδοχική έκτιση», ο υπολογισμός του χρόνου κράτησης στην περίπτωση του προηγουμένου παραδείγματος, δηλαδή, το διάστημα των 10 (δέκα) μηνών της κράτησης θα αφαιρεθεί από το ΑΘΡΟΙΣΜΑ των συντρεχουσών ποινών (ή από την συνολική ποινή που θα ορισθεί με την «συγχώνευση» κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ), ώστε ο κρατούμενος να έχει υπόλοιπο χρόνου έκτισης: 3 Χ 12 = 36-10 = 26 (είκοσι έξη) μήνες και όχι έξι (6) μήνες, όπως συμβαίνει με την συνέκτιση, η οποία θεωρήθηκε ότι ευνοεί τους καθ' έξη εγκληματίες.
Σημειώνεται ότι το επιχείρημα της εύννοιας των καθ' έξη εγκληματιών αφορά ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΣΥΝΕΚΤΙΣΗ,  αφού στην περίπτωσή μου είναι προφανές ότι η ΑΡΘΟΙΣΤΙΚΗ συνέκτιση οδηγεί στην έκτιση ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ποινής και από την κατ'  άρθρο 551 ΚΠΔ συνολική ποινή (συγχώνευσης)!!!
Για όλα αυτά βλέπε: Ανδρουλάκης, Περί συρροής εγκλημάτων, Σταμάτης, ΠοινΧρ Λ΄, 593, Χριστόπουλος ΠοινΧρ 1970, 748, ΑΠ 150/78, ΠοινΧρ. 1978, 436, 942/80 ΠοινΧρ 1981, 71, 604/89 ΠοινΧρ 1990, 62, 1648/97 ΠοινΧρ 1998, 568, contra και υπέρ της συνέκτισης : Μανωλεδάκης, Η συνολική ποινή και τα προβλήματα στην Επιμέτρησή της, Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση Ποινικής Δικονομίας υπό άρθρο 551 ΚΠΔ κ.λ.π).
3) Για να μπορεί, όμως, να υπάρξει έστω και η παραμικρή δυνατότητα σοβαρής, έγκυρης, νόμιμης και λογικής συζήτησης της εφαρμογής της άποψης των Εισαγγελικών Διατάξεων, θα έπρεπε να υπάρχει το δεδομένο (έστω και κατ' εκτίμηση) της κατάταξης κατά σειρά έκτισης των συντρεχουσών στην εκτέλεση ποινών.
Τέτοιο δεδομένο, όμως, ούτε υπάρχει σε καμία διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού ποινικού δικαίου, ούτε μπορεί έμμεσα, έστω, να συναχθεί από κάποια διάταξή του, αλλά ούτε και νομολογιακά έχει υπάρξει ποτέ κατεύθυνση ή σκέψη, από την οποία να μπορεί να καθορισθεί η σειρά έκτισης των συντρεχουσών στην εκτέλεση ποινών...
Ο "καθορισμός", δε, αυτός γίνεται πάντοτε ΤΥΧΑΙΑ από τις σωφρονιστικές υπηρεσίες κα δεν εξαρτάται ούτε από το ύψος της ποινής, ούτε από το είδος του εγκλήματος, ούτε από το δικαστήριο που εξέδωσε τις καταδικαστικές αποφάσεις, αλλά, μόνον, από την σειρά παραλαβής τους !!!
Η αναφορά των σωφρονιστικών υπηρεσιών στο πιστοποιητικό κράτησης του χρόνου έναρξης και λήξης της πρώτης ποινής, είναι αυθαίρετη, και εξυπηρετεί μόνον τυπική - γραφειοκρατική διαδικασία, γεγονός το οποίο ώφειλε να γνωρίζει και να λάβει υπόψη του ο Εισαγγελέας υποχρεούμενος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της νομιμότητας, και όχι να υιοθετεί άκριτα και ελαφρά την καρδιά την κατάταξη των ποινών στα υπηρεσιακά έγγραφα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, όμως, οι άνω Εισαγγελικές Διατάξεις είναι ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΑΚΥΡΕΣ διότι :
α) Στερούνται πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά παράβαση των άρθρων και 93 Συντ και 139 ΚΠΔ, αφού βασίζουν το διατακτικό τους σε αυθαίρετα δεδομένα, τα οποία "βαφτίζουν" νόμιμα (βλ. και 510, παρ. 1-Δ' ΚΠΔ).
β) Εφαρμόζουν νόμο ανύπαρκτο και, μάλιστα, του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όπου ανήκει η υφ' όρου απόλυση και η έκτιση των ποινών (βλ. και 510, παρ. 1-Ε' ΚΠΔ) και
γ) Υπερβαίνουν την εξουσία που έχει ο εκδότης τους (Εισαγγελέας), αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει την νομοθετική εξουσία και δικαιοδοσία να καθορίζει την σειρά έκτισης των ποινών που συντρέχουν στην εκτέλεση  (βλ. και 510, παρ. 1-Η' ΚΠΔ).
4) Η άποψη – θέση του αιτιολογικού των Εισαγγελικών Διατάξεων, όμως, αν τυχόν γίνει αποδεκτή, δημιουργεί και τραγελαφικές καταστάσεις στο ποινικό και σωφρονιστικό σύστημα, αφού :
Α) Εάν οι συντρέχουσες στην εκτέλεση ποινές δεν συναντώνται, αφού εκτίονται χωριστά, όπως δέχεται η διάταξη, είναι αδύνατον να γίνει καθορισμός συνολικής ποινής κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, προϋπόθεση του οποίου είναι, ακριβώς, η συνάντησή τους στο στάδιο της έκτισης (ΑΠ 420/85, ΠοινΧρ ΛΕ΄, 791, ΑΠ 633/89, ΠοινΧρ Μ΄, 74, ΑΠ1417/95, ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 664 κ.λ.π.).
Β) Αφού η εκτέλεση των ποινών είναι η έκτισή τους, κατ’ άρθρο 552 ΚΠΔ και αφού αυτές παραγράφονται, αν δεν εκτελεσθούν (δηλαδή αν δεν αρχίσει η έκτισή τους) δέκα (10) έτη μετά το αμετάκλητο της καταδίκης, προκειμένου για φυλάκιση (114-γ΄ Π.Κ.) και αφού, κατά την Εισαγγελική Διάταξη, όλες οι ποινές μου, πλην της πρώτης, θα αρχίσουν να εκτίονται μετά την έκτιση της πρώτης, είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι θα έχουν παραγραφεί, αφού θα έχει παρέλθει η δεκαετία από το αμετάκλητο της καταδίκης μου (!!!), κάτι που έχει ήδη συμβεί για τις υπ’ αριθμ. β' εώς  και στ' άνω ποινές μου.
5) Σύμφωνα με την διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 557 ΚΠΔ (διακοπή εκτέλεσης της ποινής) η ποινή που διακόπτεται, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, είναι αυτή της οποίας έχει αρχίσει η έκτιση, που σημαίνει, κατά την άποψη–θέση της Εισαγγελικής Διάταξης, ότι στην περίπτωσή μου θα έπρεπε να διακοπεί μόνον η πρώτη από τις ποινές μου, αφού αυτή έχει αρχίσει και εκτίεται και όχι οι υπόλοιπες.
Με την ΑΤ7812/2008 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, (προσκομίζεται Νο 11) όμως, που διέταξε την διακοπή της κράτησής μου για λόγους υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 557 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο διέκοψε την έκτιση όλων των ποινών μου, αφού, προφανώς, θεώρησε ότι εκτίονται όλες μαζί και, φυσικά, αθροιστικά.
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς όχι μόνον δεν αντέλεξε στην απόφαση – θέση αυτή του Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά) αλλά και προκάλεσε την απόφαση αυτή, δεχόμενος την σωρευτική και αθροιστική έκτιση των συντρεχουσών ποινών, αν δεν έχει καθορισθεί συνολική ποινή.
Πράγματι όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. 5781/05-6-2008                            έγγραφο της Εισαγγελίας Πλημ/κών Πειραιώς αυτός ο ίδιος (Εισαγγελέας) ζήτησε από την Γραμματεία του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού να του αποστείλει όχι μόνον το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4384/08 Πιστοποιητικό Κράτησής μου, αλλά και ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΟΛΩΝ των σε βάρος μου εκτελουμένων καταδικαστικών αποφάσεων, προκειμένου να εισάγει για εκδίκαση την από 30.3.2008 αίτησή μου, επί της οποίας εκδόθηκε η άνω υπ’ αριθμόν ΑΤ 7812/08 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στην οποία τα αντίγραφα αυτά είναι μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων.
            Το ίδιο συμβαίνει και για την εισαγωγή και εκδίκαση ΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ αίτησης διακοπής ποινής κατ' άρθρο 557 επ ΚΠΔ.
Επειδή, δε, η Εισαγγελική Αρχή είναι ενιαία (ΑΠ 949/80 ΠοινΧρ ΛΑ΄, 74, ΑΠ 1179/89 ΠοινΧρ Μ΄,462, ΑΠ280/02 ΠοινΧρ ΝΙ΄, 212 κ.λ.π) η εκ των υστέρων οβιδιακή μεταλλαγή του Εισαγγελέα Πλημ/κών Πειραιώς δεν είναι μόνον ανεπίτρεπτη, αλλά παράνομη και αντισυνταγματική, αφού σε κάθε περίπτωση, παραβιάζει την βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου IN DUBIO PRO MITIORE, η οποία υιοθετείται από το άρθρο 2 Π.Κ., αλλά έχει και υπερνομοθετική ισχύ με το άρθρο 28 Συντάγματος και υποχρεώνει τα όργανα απονομής της Δικαιοσύνης στην επιλογή της επιεικέστερης για τον πολίτη θέσης.
Στην συγκεκριμένη, μάλιστα, δική μου περίπτωση και τις δύο φορές που ασχολήθηκε η Εισαγγελία Πειραιώς μαζί μου, όχι μόνον δεν επέλεξε να εφαρμόσει την επιεικέστερη θέση, αλλά, επέλεξε και εφάρμοσε την δυσμενέστερη κάθε φορά άποψη και θέση, καθιστώντας τις άνω διατάξεις όχι μόνον εξ αντικειμένου ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΚΥΡΕΣ, αλλά και ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ, τουλάχιστον κατά την έννοια του άρθρου 48-4 του ΠΔ/τος 18/1989.
Η περί της σωρευτικής - αρθροιστικής έκτισης των συντρεχουσών στην εκτέλεση ποινών άποψη - θέση της νομολογίας (τουλάχιστον στην δική μου περίπτωση) εκτείνεται μέχρι του σημείου να θεωρείται ότι με την κατά τα άρθρα 557επ ΚΠΔ διακοπή της ποινής και την εκτέλεση της περί αυτής αποφάσεως "ΑΝΑΒΙΩΝΕΙ" η τυχόν υπάρχουσα προσωρινή κράτηση, της οποίας απαιτείται, επίσης, η "ΔΙΑΚΟΠΗ" και και όχι η ΑΡΣΗ, για την εκτέλεση της περί διακοπής της απόφασης και την εισαγωγή του κρατουμένου στο νοσοκομείο, υπό καθεστώς ελεγχόμενης ελευθερίας (βλ ΣυμβΕφΑθ 528/2009 και 1292/2009, (τα οποία και προσκομίζονται Νο12 και 13), κι αυτό παρά το ότι η διακοπή της ποινής ΔΕΝ είναι ολοσχερής απότισή της, ώστε να αρχίσει η έκτιση της προσωρινής κράτησης, αφού η κρατούσα άποψη θεωρεί, ότι ακόμη και ο χρόνος φυλάκισης για ανασταλείσα ποινή, που εξαφανίσθηκε λόγω ευδοκίμησης του ένδικου μέσου, δεν υπολογίζεται στον χρόνο της προσωρινής κράτησης (Σταμάτης ΠοινΧρ ΛΑ', 599,ΑΠ 784, 1329,1334/99 ΠοινΧρ ΝμλγΑΠ 1999, 242, 420, και 422) .
Και, όμως, για ΕΜΕΝΑ η προσωρινή κράτηση "αναβίωσε" και στη διακοπή της ποινής μου !!!
Σημειώνω (για την ιστορία και μόνον…) ότι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς «δημιούργησε» περίπου 25 (ΝΑΙ – ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ !) δίκες για να αποτρέψει την εκτέλεση της απόφασης αυτής και την νοσηλεία μου και αναγκάζοντάς με να παραμένω για ΕΚΤΟ συνεχές έτος στο Νοσοκομείο Κρατουμένων χωρίς θεραπεία, αλλά με εκ των ενόντων αντιμετώπιση της κατάστασής μου.
6) Από την ρητή διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 14 Ν.3772/09, προκύπτει ότι η διάταξη του Εισαγγελέα του τόπου έκτισης για την απόλυση-αποφυλάκιση των εκτιόντων καθ’ οιονδήποτε τρόπο ποινή φυλάκισης που έχει μετατραπεί και αδυνατούν να καταβάλουν το ποσό της μετατροπής ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ για τον Εισαγγελέα και δεν εξαρτάται από την δική του κρίση ή εκτίμηση ούτε η έκδοση της δικής του απόφασης, ούτε η επιλογή επιβολής των όρων της αποφυλάκισης, οι οποίοι καθορίζονται από τον ίδιο την νομοθέτη.
Έτσι, όμως, η κατά την διάταξη αυτή (άρθρο 14 παρ. 1 Ν.3772/09) πράξη του Εισαγγελέα είναι απλή διαπιστωτική πράξη και, αφού αφορά στην εκτέλεση της ποινής, είναι διοικητική διαπιστωτική πράξη (ΑΠ 1076/79 ΠοινΧρ Λ΄, 152, ΓνωμΕισΑΠ 6/2000 ΠοινΔ2000,1218) αν και ανήκει, δε, στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ως υφ’όρον απόλυση (105 επ. Π.Κ.), βρίσκεται σε αντιστοιχία-ταυτότητα με τις πράξεις, που υποχρεούται να εκδίδει ο Εισαγγελέας κατ’ άρθρο 549 ΚΠΔ για την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, ώστε να υποχρεούται και εδώ ο Εισαγγελέας σε αυτεπάγγελτη ενέργεια, χωρίς να απαιτείται καν αίτηση του κρατουμένου.
Για τους λόγους αυτούς η άνω Εισαγγελική διάταξη, ως διοικητική πράξη, συνιστά κατάχρηση εξουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 48-4, Π.Δ/τος 18/1989 και διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 240 Π.Κ., αφού με εξαναγκάζει να εκτίσω ποινές που έχουν αφεθεί από τον ίδιο τον νομοθέτη (βλ. και άρθρο 94, παρ. 3 Π.Κ.).
Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι ο νομοθέτης στην διάταξη αυτή, σε αντίθεση π.χ. με την διάταξη του άρθρου 30 Ν.3346/2005, ούτε παρέχει στον Εισαγγελέα του τόπου έκτισης την ευχέρεια να κρίνει ο ίδιος την υφ’ όρον απόλυση των κρατουμένων, εκτιμώντας την συμπεριφορά και την μέχρι τότε διαγωγή τους, ούτε αφήνει σε αυτόν την δυνατότητα να καθορίσει τους όρους της υφ’ όρον απόλυσης, ούτε προβλέπει την ρύθμιση της επανάκρισης υπέρ του κρατουμένου, αν ο εισαγγελέας απορρίψει το σχετικό αίτημα, την οποία, στην περίπτωση της παραγράφου 7 του άρθρου 30 Ν.3346/05 αναθέτει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
            Επομένως και κατά τα ανωτέρω ο υπαγόμενος στην διάταξη του άρθρου 14, παρ. 1 Ν.3772/09 κρατούμενος δεν έλκει το δικαίωμα της υφ’ όρον απόλυσής του από την έκδοση ή μη της διάταξης του Εισαγγελέα, αλλά έχει το δικαίωμα αυτό εκ του νόμου, ώστε η Εισαγγελική διάταξη να περιορίζεται μόνον στην νομοτεχνική εκτέλεση του δικαιώματος αυτού από τις αρμόδιες ποινικές και σωφρονιστικές αρχές (Μπουρόπουλος, Ερμ. ΚΠΔ, άρθρο 549, Μαργαρίτης, Ερμ ΚΠΔ, άρθρο 549 κ.λ.π) και να είναι, γι αυτό, τυπική και αυτεπάγγελτη (αναγκαστική).
Ακριβώς, δε, γι’ αυτόν τον λόγο, ότι, δηλαδή, το δικαίωμα της υφ’ όρον απόλυσής μου υπάρχει και καθιερώθηκε δεσμευτικά από τον Νόμο (άρθρο 14, παρ. 1 Ν. 3772/09), με συνέπεια να ισχύει ERGA OMNES, η διαπίστωση και βεβαίωση της ύπαρξης αυτού του δικαιώματος μπορεί να κριθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο με παρεμπίπτουσα- προδικαστική απόφασή του και, μάλιστα, αυτεπάγγελτα ή κατ’ ένσταση όπως π.χ. η παραγραφή, το απαράδεκτο της έγκλησης ή της ποινικής δίωξης κ.ο.κ. (Μπουρόπουλος, Ερμ ΚΠΔ, άρθρο 548, ΔΕΔΕΣ ΠοινΔικ, 9η έκδοση, σελ. 525 επ., ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Εμβάθυνση 197 επ. κ.λ.π.), ακόμη και ως αναγνώριση της υποχρέωσης για την έκδοση της κατά τα άνω Εισαγγελικής Διάταξης.
7) Εντούτοις και εν συνεχεία των ανωτέρω είναι προφανές ότι ούτε το δικαστήριο μπορεί να προβεί στον καθορισμό συνολικής ποινής κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, για τις υπό στοιχεία β' έως η' άνω ποινές μου, διότι συντρέχουν, μεν, πράγματι στην έκτισή τους, αλλά αυτό γίνεται μη νόμιμα, αφού το αληθές και νόμιμο είναι ότι με την διάταξη του άρθρου 14, παρ.1, Ν. 3772/09 μου έχει χορηγηθεί υφ’ όρον απόλυση, ώστε να εξακολουθεί, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου, η νόμιμη εκτέλεση (έκτιση) μόνον των άλλων ποινών.
Κι αυτό διότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 551 ΚΠΔ εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για την συρροή, όπως ρητά ορίζεται στο εδ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, που παραπέμπει ευθέως στο άρθρο 94 Π.Κ., η παράγραφος 3 του οποίου ορίζει όσα αμέσως προηγουμένως αναφέρθηκαν (άφεση ποινών) και δεσμεύουν το δικαστήριο, το οποίο οφείλει να απέχει από τον καθορισμό συνολικής ποινής για τις υπό στοιχεία β' έως και η' άνω  ποινές μου, ελλείψει αντικειμένου, δηλαδή πλειόνων ποινών που εκτίονται νόμιμα.
Επειδή η διάταξη του Εισαγγελέα δεν δημιουργεί δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρου 57 ΚΠΔ και, γι' αυτό, δεν απαιτείται η ανάκλησή της (Μπουρόπουλος ΕρμΚΠΔ, 66επ, ΔιατΕισΕφΠατρ 22/90, ΠοινΧρ Μ', 622, ΑΠ 2004/2002 (αδημ), ΑΠ 1995/2004 ΠοινΧρ ΝΕ', 730 κλπ), ώστε το δικαστήριό σας να μην δεσμεύεται από την έκδοση των άνω Εισαγγελικών Διατάξεων, αλλά να υποχρεούται σε εφαρμογή (αυτεπάγγελτη) της παρ.3 του άρθρου 94 ΠΚ.
Επειδή, αντιθέτως, τα υπ' αριθμούς 917/2011 και 132/2012 Βουλεύματα των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών και Εφετών Πειραιώς αντιστοίχως, δημιουργούν δεδικασμένο (Μπουρόπουλος ΕρμΚΠΔ, υπό άρθρο 57, Μ.Μαργαρίτης, ΕρμΚΠΔ, 107επ, Λ.Μαργαρίτης, εμβάθυνση ΚΠΔ, 448επ, Σπινέλλης, Υπερεθνική ισχύς της αρχής  NE BIS IN IDEΜ κλπ) σε ό,τι αφορά (τουλάχιστον) την σωρευτική και αρθροιστική έκτιση των συντρεχουσών στην εκτέλεση άνω ποινών μου κατ'άρθρο 105 παρ.3 (4) ΠΚ.
Επειδή, επομένως και κατά τα ανωτέρω οι υπό στοιχεία β' έως και η΄άνω ποινές μου έχουν αφεθεί κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ.3 ΠΚ και δεν εκτίονται, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 14, παρ.1, Ν.3722/2009, κατά τα ανωτέρω, ώστε να απομένουν για τον κατ'άρθρο 551 ΚΠΔ καθορισμό συνολικής ποινής μόνον οι υπό στοιχεία α' και θ' ποινές μου.
Επειδή, η έκτιση ποινής, που βασίζεται σε μία δικαστική  απόφαση ή διάταξη που πάσχει οφθαλμοφανώς στην νομική βασιμότητά της συνιστά υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς τα χρόνια που μένει κανείς στη φυλακή ΑΔΙΚΑ, ούτε γυρίζουν πίσω, ούτε οι ευκαιρίες που χάνει στη ζωή του ο καταδικασμένος και η οικογένειά του ξαναπαρουσιάζονται (Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις Έννοιες της ποινικής δίκης. Δαλακούρα, Η πρόσφατη τροποποίηση του ΚΠΔ, Ποιν. Χρ. 1991, 398 επ, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία – Ένδικα Μέσα, 273 επ, του ίδιου, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του Ν. 2172/93, Υπερ 1994, 488, του ιδίου, Οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του Ν. 2408/96,  Υπερ 1997, 517, του ιδίου, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, 751 επ, Παπαχαραλάμπους, Υπερ 1994, 317, Πεπόνη, Η αναστολή εκτελέσεως εκκληθείσης πρωτοβαθμίου αποφάσεως, ΠοινΔικ 2005, 603 Σεβαστίδη, Τροποποιήσεις του Ν. 3160/03, 338, Σταθέα, Ερμηνεία Ν. 1941/93, 164, Συλίκου, Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στον θεσμό αναστολής εκτελέσεως της εκκαλουμένης απόφασης επί κακουργημάτων, Υπερ. 1992, 1431, Συμεωνίδη, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, 250 επ, Τσεβά, Προβλήματα εφαρμογής του Δικαίου, Ποιν. Χρ. 1986, 863 επ, ΑΠ 1337/87, ΠοινΧρ 88, 99, ΑΠ 2/89, ΠοινΧρ 89, 633, ΑΠ 1500/90, ΝοΒ 91, 607. ΑΠ 983/91 ΝοΒ 93, 542, ΕφΘεσ. 465/92, Υπερ 94, 316, Εφ. Ιωανν. 13/98, ΠοινΔικ 99,55, Εφ. Ιωανν. 17/98, ΠοινΔικ 99, 113, Εφ. Πατρ. 159/98 ΠοινΔικ 2000, 850, Εφ. Θεσ. 219/98, ΠοινΔικ 99, 704,  Εφ Πατρ 634-636/98, ΠοινΔικ, 98, 34 (όπου παρατηρήσεις Συλίκου), ΕφΘεσ  202/99 ΠοινΔικ 99, 461, ΕφΠατρ 219/99, ΠοινΔικ 2000, 849, Εφ Κερκ 99/98 ΠοινΔικ 99, 834, ΕφΠατρ 163/99 ΠοινΔικ 99, 580 κ.λ.π.).
Επειδή, πέραν των ανωτέρω, όλες οι θεωρίες που πραγματεύονται, αναλύουν και προσδιορίζουν τον σκοπό της ποινικής δίκης, συμφωνούν στην αποδοχή, ότι οι «δικονομικές εγγυήσεις»  της ποινικής διαδικασίας και το σύνολο των αρχών και των κανόνων του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου της Ν.Υόρκης, που είανι θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και έχουν υπερνομοθετική ισχύ (28 Συντ), δεν είναι μόνον τα αναγκαία «εργαλεία» για την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και τα ασφαλή κριτήρια διαπίστωσης της ορθότητας της δικανικής κρίσης, ώστε να είναι κοινός τόπος το συμπέρασμα, ότι οι παραβάσεις τους παράγουν ΑΔΙΚΙΑ, με αποτέλεσμα και συνέπεια την ανασφάλεια δικαίου, την υπονόμευση της δικαιικής ειρήνης και τον ευτελισμό της απονομής της δικαιοσύνης, και να καθίσταται, γι' αυτό, επιτακτική η ανάγκη της αποκατάστασής τους, για την ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ των εσφαλμένων (άκυρων και αδίκων)  αποφάσεων, διατάξεων κλπ, διότι μόνον έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και να δικαιωθεί στην συνείδηση της κοινωνίας και του πολίτη ο ρόλος και ο σκοπός ύπαρξης των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, ως θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας (PETERS, FEHLERQUELLEN IM STRAFPROZESS ΙΙΙ, DEME, ZUR REFORM DER WIEDERAUFNAHME DES STRAFVERFAHRENS, 1979, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Καλαμαρής. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 Συντ., του ιδίου, ΔΙΚΗ 13 (1982), σελ. 624, Σταματόπουλος, Η δικονομική αναδρομή των νέων ουσιαστικών και ερμηνευτικών λόγων, Λ. Μαργαρίτη, Ένδικα Μέσα Ι, 3η έκδοση 2005, BELING, DEUTSCHES BEIHEFT ZUR ZSTW 1974, NEUMAN, Αλήθεια και Δικαιοσύνη στην ποινική διαδικασία, Τσουκαλά, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας Τ. Α΄ , 1943 κ.λ.π.).
Επειδή η κατά τα άνω σωρευτική και αρθροιστική έκτιση για πλείονες συντρέχουσες στην εκτέλεση ποινές έχει αναγνωρισθεί σε πλείστους όσους κρατούμενους σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας με την έκδοση Εισαγγελικών Διατάξεων (βλ. π.χ. τις υπ' αριθμούς 332 και 334/2011 Διατάξεις του Εισαγγελέα  Πρωτοδικών Χαλκίδας (προσκομίζονται Νο14 και 15),  ώστε να συντρέχει, πραγματικά, υποχρέωση τήρησης της αρχής IN DUBIO PRO MITIORE (άρθρο 2 ΠΚ), αφού η Εισαγγελική αρχή είναι ενιαία.
Επειδή, η αντιμετώπισή μου, ως κατηγορούμενου και κρατούμενου, από την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, είναι ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ, από όσα, τουλάχιστον, μπορώ εγώ να γνωρίζω κατά την επαγγελματική και βιωματική εμπειρία μου, αφού ακόμη και ο, μέχρι τώρα, χρόνος κράτησής μου θα μπορούσε να επαρκέσει για έκτιση ποινής 25ετούς κάθειρξης για το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων (Βλ. διαδικτυακό χώρο  www.kakodikiagr.blogspot.com).
Επειδή, παρ’ όλ’ αυτά, η πίστη μου στο ιδανικό της δικαιοσύνης εξακολουθεί να είναι σταθερή και ισχυρή, ώστε η ελπίδα ύπαρξης δικαστικών λειτουργών που τιμούν το θεσμό και υπηρετούν την Θέμιδα, την δημοκρατία και τον πολίτη να παραμένει, δεν έχει, ακόμη, διαψευσθεί…
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35, Ν. 4055/2012
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνει δεκτή η παρούσα ως νόμιμη και βάσιμη.
Να καθορισθεί συνολική ποινή για τις υπό στοιχεία α' και θ' άνω ποινές μου, αναγνωριζομένης της εκ του άρθρου 14, Ν.3772/2009 άφεσης των λοιπών ποινών μου από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου.
Αλλοιώς και επικουρικά, να αναβληθεί η εκδίκαση της παρούσας και να ζητηθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (αρμόδιος λόγω τόπου έκτισης των ποινών μου) η έκδοση της ορισμένης στο άρθρο 14, Ν.3772/2009 Διάταξής του για τις υπό στοιχεία β' έως κα η' ποινές μου ως δεσμευτική υποχρέωσή του εκ του νόμου, με παρεμπίπτουσα (προπαρασκευαστική) απόφαση του δικαστηρίου σας.


Κορυδαλλός 5 Αυγούστου 2013
Ο Αιτών











ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩ τον Χρύσανθο Σαρλή του Μιχαήλ να καταθέσει αρμοδίως την παρούσα και να παρασταθεί ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κερκύρας κατά την ορισθησομένη δικάσιμο εκδίκασής της ή την οιαδήποτε μετά, τυχόν, αναβολή της, για να με εκπροσωπήσει και να υποστηρίξει την αποδοχή της παρούσας αίτησής μου.

Κορυδαλλός Αυθημερόν

Ο Εξουσιοδοτών

1 σχόλιο: