Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 50

Πενταμελές Εφετείο Δ. Μακεδονίας

Απόφαση με αριθμό:  50/2005
Πρόεδρος : Μ. Γραμματικούδης
Εφέτες: Ν. Ντάσκα, Ν. Τσάκος, Αν. Τυραννίδου, Χρ. Χρηστίδης
Εισαγγελέας : Αν. Καραγιάννης
Δικηγόροι: Χρ. Μανέας, Αθ. Σέτκος

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΗΣ   ΑΠΟΦΑΣΗΣ
 «Κατά μη επακριβώς διακριβωθείσα ημερομηνία του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Μαρτίου 2003, ο δεύτερος  κατη¬γορούμενος Γ.Τ., ο οποίος εκείνη την εποχή διέμενε στα Τίρανα Αλβανίας ασχολούμενος με την εμπορεία ενδυμάτων, ήλθε σε επαφή με τον Αλβανό υπήκοο, Μ.Α., ιδιοκτήτη φορτηγού αυτοκινήτου - ψυγείου, τον οποίο γνώριζε από δύο προηγούμενα ταξίδια τους στην Γερμανία, όπου μετέφεραν φρούτα, και ζήτησε όπως μεταφέρει ποσότητα  ξυλοκάρβουνου από την Αλβανία στην Ελλάδα. Ο τελευταίος αρνήθηκε, διότι με το αυτοκίνητο του διενεργούσε μεταφορές φρούτων και συνέ¬στησε τον Αλβανό υπήκοο, Μ.Μ., ιδιοκτήτη του με αριθ’ κυκλοφορίας … Αλβανικού φορτη¬γού αυτοκινήτου, το οποίο, με οδηγό τον επίσης Αλβανό υπήκοο, Α.Β., πραγματοποιούσε τακτικά δρομολόγια από την Αλβανία στην Ελλάδα, μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα.
Ο Μ.Μ. δέχθηκε την πρόταση για την μεταφορά του ξυλοκάρβουνου, γι’ αυτό και στις 15 Μαρτίου 2003, έδωσε σχετική εντολή στον ανωτέρω οδηγό του αυτοκινήτου του, ο οποίος βρισκό¬ταν στα Τίρανα Αλβανίας (ο ίδιος με άλλο φορτηγό αυτοκίνητο του βρισκόταν στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας δρομολόγιο) προκει¬μένου να διενεργήσει αυτός την μεταφορά.



Στις 17 Μαρτίου 2003,ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ., εποχούμενος ενός μαύρου ΙΧΕ αυτοκινήτου και συνοδευόμενος από δύο Αλβανούς υπηκόους, ο ένας εκ των οποίων ονομαζόταν Τ.Ζ., συνάντησε, στα Τίρανα Αλβανίας, ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου Μ.Μ., τον ως άνω οδηγό του αυτοκινήτου Α.Β. και του ανέφερε ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το δρομολόγιο μεταφοράς του κάρβουνου, τον πληροφόρησε δε ότι το εν λόγω εμπόρευμα θα το φόρτωνε λίγο έξω από την πόλη Λάτς Αλβανίας, όπου και πράγματι μετέβη εκείνος με το φορτηγό αυτοκίνητο του, συνοδευόμενος από τον αδελφό του S. Εκεί μετέβη επίσης με το ΙΧΕ αυτοκίνητο και τους δύο Αλβανούς, και ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ.. Όταν έφθα¬σαν στο σημείο όπου θα γινόταν η φόρτωση του εμπορεύματος (σε μια μάνδρα λίγο έξω από την πόλη Λάτς),ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, Α.Β., με τον αδελφό του S.,προετοίμασαν το όχημα για την φόρτωση, δηλαδή έβαλαν την τέντα, και εργάτες άρχισαν να φορτώνουν την ποσότητα του ξυλοκάρβουνου, που ήταν τοποθετημένο σε σάκκους, οι οποίοι ήταν εσωτερικώς ραμμένοι «ζιγκ-ζαγκ».
Κατά την διάρκεια της φόρτωσης, περίπου την 14:00 ώρα της 18-3-03, ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ., πρότεινε στον οδηγό του φορτηγού και στον αδελφό του να μεταβούν μαζί του σε παρακείμενο εστιατόριο για να γευματίσουν, πράγμα που έγινε. Όταν επέ¬στρεφαν, το αυτοκίνητο είχε φορτωθεί, με 605 σάκκους, βάρους 12,5 τόννων περίπου, οπότε ο οδηγός αυτού και ο ανωτέρω αδελφός του• έκλεισαν το αυτοκίνητο με την τέντα χωρίς να προβούν σε έλεγχο τούτου, διότι, όπως ο οδηγός Α.Β. κατέθεσε, δεν υποψιάστηκε τίποτε, γιατί ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ. του είπε πως το ξυλοκάρβουνο το αγόρασε ο ίδιος, ο δε συνοδός του, ΤΖ, ότι αυτός είχε πουλήσει το κάρβουνο στον δεύτερο κατηγορούμενο.
Αμέσως μετά το φορτηγό αυτοκίνητο, με οδηγό τον Α.Β., ακολουθούμενο από το ΙΧΕ αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε ο δεύ¬τερος κατηγορούμενος και οι δύο αλλοδαποί συνοδοί του, μετέβησαν στο Τελωνείο των Τιράνων, όπου και αφίχθησαν την 17.00 ώρα της ίδιας ημέρας(18-3-2003).
Επειδή το τελωνείο ήταν κλειστό, το αυτοκίνητο στάθμευσε, καθ' υπόδειξη του δεύτερου κατηγορουμένου και του συνοδού του ΤΖ, σε υπάρχοντα εκεί χώρο στάθμευσης. Ο Οδηγός του διανυκτέρευσε στην κατοικία του αδελφού του, ενώ ο τελευταίος παρέμεινε στο αυτοκίνητο. Το πρωί της επόμενης ημέρας (19-3-2003), ο δεύτερος κατηγορούμενος, οι δύο αλλοδαποί συνοδοί του και ένας τρίτος, ονόματι Α.Ν., μερίμνησαν, αφού τακτοποίησαν όλα τα αναγκαία έγγραφα και την άδεια εξαγωγής του εμπορεύματος ώστε το φορτίο να τελωνιστεί στο Τελωνείο των Τιράνων. Μετά την «σφράγιση» του φορτίου, με την τοποθέτηση μολυβδοσφραγίδων από τα όργανα του ανωτέρω Τελωνείου, ο δεύτερος κατηγορούμενος Γεώργιος Τσίκος παρέδωσε στον οδηγό του φορτηγού Α.Β., τα συνοδευτικά έγγραφα του φορτίου, ήτοι το από 18-3 -2003 έγγραφο της Αλβανικής Δημοκρατίας, στο οποίο αναγραφόταν ως πωλητής το όνομα Α.Ν., ως αγοραστής δε ο πρώτος κατηγορούμενος Γ.Π., η διεύθυνση της επιχείρησής του στην Αθήνα, καθώς και η από 18-3-2003 φορτωτική CMR στην οποία επίσης αναφερόταν ως παραλήπτης ο ίδιος, δηλαδή ο πρώτος κατηγορούμενος, και το από 18-3-2003 τιμολόγιο πώλησης, στο οποίο επίσης αναγραφόταν ως αγοραστής ο πρώτος κατηγορούμενος (με στοιχεία Τ.Ν.), η διεύθυνση της επιχείρησής του και ο αριθμός του τηλε¬φώνου του. Επίσης ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ενώ μέχρι τότε διαβεβαίωνε τον οδηγό του φορτηγού ότι θα τον συνόδευε στην Ελλάδα, ξαφνικά του δήλωσε ότι θα μετέβαινε αεροπορικώς στην Αθήνα, όπου και θα τον περίμενε, παρέδωσε στον ανωτέρω οδηγό ποσό 400 Ευρώ για τα έξοδα που θα απαιτούντο στο Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής. Του παρέδωσε επίσης και μικρό σημείωμα (το οποίο αναγνώσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο), στο οποίο ο ίδιος έγραφε τα στοιχεία του πρώτου κατηγορουμένου, την διεύθυνση της επιχείρησής του καθώς τον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου του Γ. Π., προκειμένου, όπως ο ανωτέρω οδηγός βεβαίωσε, να έλθει σε επαφή μαζί του, αν παρίστατο ανάγκη, μετά την είσοδό του στην Ελλάδα.
Το φορτηγό αυτοκίνητο, μετά τον τελωνιακό έλεγχο από το Αλβανικό Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής, εισήλθε στον ελληνικό χώρο, όπου και ο οδηγός του δήλωσε στα αρμόδια όργανα, ότι είχε εντο¬λή να προβεί σε εκτελωνισμό του εμπορεύματος στην Καστοριά.
Επειδή στο τιμολόγιο αγοράς του εμπορεύματος δεν αναγραφόταν ο Α.Φ.Μ. του φερόμενου ως αγοραστή -πρώτου κατηγορουμένου, στοιχείο αναγκαίο για τη σύνταξη του σχετικού πιστοποιητικού (Τ1) για την εισαγωγή του εμπορεύματος στην Ελληνική Επικρά¬τεια, ο εκτελωνιστής Ι.Μ. τηλεφώνησε στο τηλέφωνο του αγοραστή που, αναγράφονταν στο από 18-3 -2003 τιμολόγιο πώλησης, το οποίο πράγματι ήταν της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου, ο τελευταίος, ενώ στην αρχή δήλωσε ότι δεν ανέμενε φορτίο κάρ¬βουνου από την Αλβανία παρά μόνο την περίοδο του Πάσχα, στην συνέχεια δήλωσε πως θα προέβαινε στον εκτελωνισμό του στην Αθή¬να και όχι στην Καστοριά. Τα ίδια δε δήλωσε (ο πρώτος κατηγο¬ρούμενος Γ.Π.) και στον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυ¬τοκινήτου Μ.Μ. ο οποίος του τηλεφώνησε, σχετικώς με το εμπόρευμα και την καταβολή του κομίστρου.
Σ’ εκείνον ανακοίνωσε μάλιστα, όπως ο ίδιος βεβαίωσε, πως τη συμ¬φωνία για την μεταφορά την έκανε με τον Γ.Τ.  (δεύτερο κατηγορούμενο) και ότι θα προέβαινε στον εκτελωνισμό του κάρ¬βουνου στην Αθήνα, όπου είχε γνωριμίες στο τελωνείο (Αθηνών) και δεν θα αργήσει. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, μετά από σχετική έρευνα των τελωνεια¬κών οργάνων και με τη βοήθεια σκύλων - ανιχνευτών ναρκωτικών, διαπιστώθηκε πως μέσα στους 605 σάκους με ξυλοκάρβουνο, που μεταφέρονταν με το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο, υπήρχαν, επιμελώς κρυμμένα 336 δέματα ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 812 κιλών.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι μετά την εισαγωγή του ανωτέρω εμπο¬ρεύματος των ξυλοκάρβουνων στην Ελληνική επικράτεια ο μόνος που νομιμοποιείτο για τον εκτελωνισμό του και την παραλαβή του από τον υποκείμενο χώρο του τελωνείου ήταν αποκλειστικά ο πρώτος κατηγορούμενος Γ.Π., το όνομα του οποίου αναγραφόταν στα σχετικά συνοδευτικά του εμπορεύματος έγγραφα, ή εξουσιοδοτη¬μένο, εγγράφως, από αυτόν πρόσωπο. Συνακόλουθα δε με τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, σαφώς και χωρίς καμία αμφιβολία συνάγεται ότι και η ποσότητα της ινδικής κάνναβης των 812 κιλών που ήταν επιμελώς κρυμμένη μέσα στους σάκους του ξυλοκάρβουνου θα παραλαμβάνονταν από το νόμιμο παραλήπτη του εμπορεύματος μαζί με αυτό, αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, κανένας άλλος δεν νομιμοποιείτο σε τούτο παρά μόνο ο ίδιος ή εξουσιοδοτημένο από τον ίδιο τρίτο πρόσωπο, παράνομη δε αφαίρεση των ναρκωτικών από τρίτους-άγνωστους δράστες κατά την διαδρομή του φορτηγού αυτοκινήτου από την Κρυσταλλοπηγή στην Αθήνα, όπως ο πρώτος κατηγορούμενος προέβαλε, θα ήταν αδύνατη, καθόσον τέτοια ενέργεια θα προϋπέθετε, γνώση της ακριβούς πορείας του αυτοκινήτου, δυνατότητα ακινητοποίησης του, χωρίς την θέληση του οδηγού του (ο οποίος αθωώθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της σχετικής κατηγορίας για παράνομη εισαγωγή της εν λόγω ποσότητας ναρκωτικών, διότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του σ’ αυτήν), διάρρηξη των μολυβδοσφραγίδων του Τελωνείου και των σάκκων με το ξυλοκάρβουνο, αφαίρεση των ναρκωτικών και μεταφόρτωσή τους - λόγω της μεγάλης ποσότητας σε άλλο μεταφορικό μέσο. Ούτε επίσης ήταν δυνατή η παραλαβή του εμπορεύματος από τρίτους -μη δικαιούχους τούτου - με πλαστογράφηση των σχετικών νομιμοποιητικών εγγράφων, διότι τούτο προϋπέθετε και κατοχή απόμερους τους, του αναγκαίου για την διαδικασία αυτή δελτίου ταυτότητας του παραλήπτη του εμπορεύματος Γ.Π. και σε κάθε περίπτωση αδράνεια τού¬του (ο οποίος όμως ήδη είχε ειδοποιηθεί για την άφιξη του εμπορεύματος στην Κρυσταλλοπηγή και επίσης θα ειδοποιείτο για την άφιξή του στην Αθήνα από τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου) να παραλάβει το εμπόρευμα. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος Γ.Π. μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση με την εμπορία ξυλοκάρβουνου, διότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα συνίστατο στην εμπορία χρηματοκιβωτίων, αυτή δε είχε επεκταθεί και σε άλλες βαλκανικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Αλβανία, όπου είχε κατα¬σκευάσει τα συστήματα ασφάλειας των Αλβανικών φυλακών. Από την δραστηριότητα του αυτή αποκόμιζε σημαντικά εισοδήματα, σε αντίθεση με τον συγκατηγορούμενό του Γ.Τ., ο οποίος, παρά την ενασχόλησή του στην Αλβανία, με πωλήσεις ενδυμάτων, ήταν ισχνών οικονομικών δυνατοτήτων, αφού όπως χαρακτηριστικά βεβαίωσε η μάρτυρας υπεράσπισης Χ.Τ., θυγατέρα του, ούτε καν κινητό τηλέφωνο είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί, λόγω δε της αδυναμίας του να εξοφλήσει χρέη που είχε σε διάφορους τρίτους, επιβλήθηκαν κατασχέσεις και πλειστηριασμοί εις βάρος της ακίνητης περιουσίας του. Από όλα τα ανωτέρω περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Γ.Π., ο οποίος και είχε την οικονομική δυνατότητα, ήταν εκείνος που οργάνωσε στην Αθήνα, την μεταφορά της ανωτέρω ποσότητας ινδικής κάνναβης των 812 κιλών, από την πόλη Λάτς της Αλβανίας στην Ελλάδα, δια του δεύτερου κατηγορουμένου Γ.Τ., ο οποίος ήταν εκείνος που οργάνωσε και επόπτευσε την μεταφορά, κατοχή και εισαγωγή στην Ελληνική επικράτεια της ποσότητας αυτής των 812 κιλών ινδικής κάνναβης (Χασίς), από την πόλη Λάτς της Αλβανίας, στην Αθήνα, καθ' υπόδειξη του Γ.Π., την οποία (ποσότητα) συσκεύασε σε 336 δέματα, τα οποία επιμελώς απεκρύβησαν μέσα στους 605 σάκους με ξυλοκάρβουνο, από άγνωστο άτομο, που ενεργούσε κατ' εντολή του, στη συνέχεια έδωσε εντολή στον οδηγό του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου, Α.Β. να μεταφέρει με το αυτοκίνητο αυτό, την παραπάνω ποσότητα του ξυλοκάρβουνου στην Αθήνα, χωρίς να γνωρίζει αυτός (Α.Β.) ότι μέσα στα ξυλοκάρβουνα ήταν κρυμμένη ποσότητα ινδικής κάνναβης, εκείνος δε μετέφερε την ποσότητα του ξυλοκάρβουνου και με τον τρόπο αυτό εισήχθη στην Ελληνική επικράτεια από το Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής-Καστοριάς, με τελικό σκοπό την μεταφο¬ρά τους στην Αθήνα, όπου θα τα παραλάμβανε ο πρώτος κατηγορούμενος Γ.Π. δυνάμει του με ημερομηνία 18-3-2003 Αλβανικού εγγράφου, της από 18-3-2003 φορτωτικής CMR, όπου αναγράφεται ο τελευταίος, ως παραλήπτης της μεταφερομένης  ποσότητας ξυλοκάρβουνου, η διεύθυνση στης επιχείρησης του στην Αθήνα και το από 18-3-2003 τιμολόγιο πώλησης, στο οποίο αναγραφόταν τα ανωτέρω στοιχεία καθώς και ο αριθμός του τηλεφώνου του.
Η κρίση του Δικαστηρίου για την ακρίβεια των ανωτέρω περιστατικών στηρίζεται στην συνεκτίμηση όλων των αναφερόμενων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όμως α) στην κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του μάρτυρα Μ.Α., η οποία και διαλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, ο οποίος βεβαίωσε ότι μαζί του ήλθε σε επαφή ο γνωστός τους από προηγούμενα ταξί¬δια στη Γερμανία, δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ., ο οποίος και ζητούσε φορτηγό αυτοκίνητο για την μεταφορά ενός φορτίου ξύλοκάρβουνου από την Αλβανία στην Ελλάδα, κα’ υπόδειξη δε αυτού ο εν λόγω κατηγορούμενος απευθύνθηκε για την μεταφορά στον ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου, με το οποίο τελικώς διενεργήθηκε η μεταφορά, Μ.Μ.. Ενισχύεται δε η κατάθεση αυτή, τόσο από τις νομίμως αναγνωσθείσες, ύστερα από αίτημα του πρώτου κατηγορουμένου ο οποίος και τις προσκόμισε σε ακριβή μετάφραση από την αλβανική στην ελληνική γλώσσα, απο 23-3-2003, 20-11-2003 και 17-6-2003, ρηματικές διαδικασίες επί δηλώσεις από άτομο υπό έρευνα (καταθέσεις μαρτύρων Α.Ν.-πωλητή της ποσότητας του ξυλοκάρβουνου στον Γ.Τ. και Τ.Ρ. τα ανωτέρω αναφερόμενου συνοδού του Γ.Τ. κατά την φόρτωση του ξυλοκάρβουνου στην πόλη Λάτς), που λήφθησαν από τον Α.Τ., αξιωματούχο της δικαστικής αστυνομίας στο Πρωτοδικείο Κορυτσάς, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι την φόρτωση των σάκων με το ξυλοκάρβουνο στο ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο και την μεταφορά της από το Λάτς Αλβανίας στην Ελλάδα πραγματοποίησε, με τον τρόπο που πιο πάνω αναφέρεται, ο Γ.Τ., όσο όμως και από τις απολογίες των Α.Β. και Μ.Μ. οδηγού και ιδιοκτήτη του φορτηγού αυτοκινήτου με το οποίο πραγματοποιήθηκε η επίδικη μεταφορά των ξυλοκάρβουνων, οι οποίες, διαλαμβάνονται στα πρακτικά της αναγνωσθείσας εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίοι παρόλο ότι εξετάσθηκαν σε διάφορο τόπο και χρόνο και από διάφορα πρόσωπα, εκθέτουν τα ίδια με τους πιο πάνω Αλβανούς μάρτυρες Α.Ν. και  Τ.Ρ.,, ως προς την συμμετοχή του Γ.Τ. στην φόρτωση και μεταφορά των ξυλοκάρβουνων.
β) Στο αποδειχθέν από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός ότι ήταν αδύνατον να γίνει η απόκρυφη της ποσότητας της ινδικής κάνναβης των 812 κιλών μέσα στους σάκκους με τα  ξυλοκάρβουνα από τρίτο πρόσωπο χωρίς την γνώση του δευτέρου κατηγορουμένου Γ.Τ., ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την αφορά και την αποστολή των ξυλοκάρβουνων στην Ελλάδα, δοθέντος ότι αυτός καθόρισε τον τόπο και την ώρα της φόρτωσης της, ο ίδιος δε βρισκόταν συνεχώς πλησίον του φορτίου, από την στιγμή της φόρτωσης του μέχρι και την εισαγωγή του στην Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα σε τρίτους να πλη¬σιάσουν το φορτίο, οι δε εργάτες που προέβησαν στην φόρτωση του στο φορτηγό αυτοκίνητο ήταν δίκης του επιλογής και κατάδηλα, της εμπιστοσύνης του, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι κατά τον χρόνο φόρτωσης του εμπορεύματος στο Λατς Αλβανίας αυτός συνέστησε στον οδηγό του φορτηγού αυτοκίνητου και στον αδελφό του να μεταβούν μαζί του για φαγητό σε παρακείμενο εστιατόριο, ενώ οι εργάτες εξακολουθούσαν να φορτώνουν τους σάκκους με το ξυλοκάρβουνο.
γ) Στο επίσης αποδειχθέν, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως δε από την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας Γ.Χ., ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ υπαλλήλου, και Ι.Μ., εκτελωνιστή, γεγονός ότι, εκτός από την έλλειψη δυνατότητας απόκρυφης των ναρκωτικών στους σάκκους με τα ξυλοκάρβουνα από τρίτο πρόσωπο, κανένας τρίτος επίσης δεν θα είχε την δυνατότητα παραλαβής τούτων στην Ελλάδα, δοθέντος ότι, παραλήπτης του εμπορεύματος ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος μόνον, ή εξουσιοδοτημένο εγγράφως, από αυτόν τρίτο πρόσωπο (εκτελωνιστής κ.λ.π.), μπορούσε να προβεί στον εκτελωνισμό και την παραλαβή του εμπορεύματος (ξυλοκάρβουνων), συνακόλουθα και των ναρκωτικών, περίπτωση δε να αφαιρεθούν τα τελευταία κατ’ άλλο, μη νόμιμο, τρόπο, δεν υπήρχε, όπως εκτενώς ανωτέρω ήδη εκτέθηκε.
δ) Στο ότι ενώ οι δύο κατηγορούμενοι αρνούνται ότι υπήρχε έστω και απλή γνωριμία μεταξύ τους, αποδείχθηκε ότι μεταξύ τους ασφαλώς υπήρχε δεσμός. Τούτο σαφώς προκύπτει τόσο από το ότι το ανωτέρω ιδιόγραφο σημείωμα του δεύτερου κατηγορούμενου Γ.Τ., με τα στοιχεία της ταυτότητας, τη διεύθυνση της επιχείρησής του και το τηλέφωνο του πρώτου κατηγορουμένου Γ.Π., έδωσε ο ίδιος ( Γ. Τ.) στον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου Α.Β. (στα χέρια του οποίου βρέθηκε και κατασχέθηκε), όπως ο τελευταίος βεβαίωσε, προκειμένου εκείνος να έλθει σε επαφή με τον παραλήπτη του εμπορεύματος Γ.Π. αν παρίστατο ανάγκη. Η διαβεβαίωση δε αυτή του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος και δεν θα είχε κανένα λόγο να προβεί σ’ αυτήν, δεν αναιρείται από κανένα αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο, αφού ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορούμενου ότι έδωσε το σημείωμα αυτό, στα Τίρανα, σε άγνωστους Αλβανούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να λάβουν βίζα προκειμένου να έλθουν στην Ελλάδα και να εργασθούν  για τον πρώτο κατηγορούμενο από κανένα απολύτως στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε, παρόλο ότι αν είχε συμβεί τούτο, ευχερές ήταν στον πρώτο κατηγορούμενο να διακριβώσει τα στοιχεία των δύο αυτών αλλοδαπών, τους οποίους εκείνος είχε προ¬σκαλέσει στην Ελλάδα.
ε) Στο γεγονός που προέκυψε από την κατάθεση του οδηγού του  φορτηγού αυτοκίνητου Α.Β., για την ακρίβεια της οποίας το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλει, ότι, ενώ αρχικώς ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ.Τ., δήλωσε στον οδηγό αυτό ότι θα τον συνόδευε μέχρι την Καστοριά, όπου και θα γινόταν ο εκτελωνισμός του εμπορεύματος στη συνέχεια και εντελώς ξαφνικά, στο Τελωνείο Τιράνων, του δήλωσε ότι ο ίδιος θα μεταβεί αεροπορικώς στην Αθήνα, όπου και θα τον συ¬ναντούσε, και εγχείρησε σ’ εκείνον το ιδιόγραφό του σημείωμα με τα στοιχεία του παραλήπτη του εμπορεύματος (Γ.Π.) ώστε να έλθει σε επαφή μαζί του, αν παρίστατο ανάγκη, στοιχείο που είναι δηλωτικό των προθέσεών του όπως το εμπόρευμα εκτελωνισθεί στην Αθήνα».
Σημείωση: Και οι δύο κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για παράβαση των άρθρων 1, 2, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α, 27, 46, 51, 52, 57, 59, 63 ΠΚ και των άρθρων 4 παρ. 1 και 3, πιν. Α΄, περ. 6, 5, παρ. 1, παρ. 1 α, ζ, ιγ, 2, 8, 19 παρ. 1, 3, 22-1, Ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά τον Ν. 2161/93, και καταδικάσθηκαν σε συνολική ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 50.000€, ο καθένας, ενώ με την υπ’ αριθμόν 501/08 απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε η Αναίρεση του Γ.Π.

ΣΧΟΛΙΑ
Ο ουσιώδης ρόλος του Ποινικού Δικονομικού Δίκαιου είναι η μέσω της ποινικής δίκης, αποκάλυψη της αλήθειας, γεγονός που υποχρεώνει τον δικαστή να την αναζητεί, αλλά και, κυρίως, να μην διαστρεβλώνει ή παραποιεί τα αναδεικνυόμενα από τις αποδεί¬ξεις γεγονότα, να μην αντιφάσκει στις παραδοχές του αιτιολογικού με τις αποδείξεις και, φυσικά, να επιδεικνύει περισσή και ουσιώ¬δη επιμέλεια στην χρήση του αποδεικτικού υλικού (Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 47 επ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομΐα, 5επ. Τσου¬καλά Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, 55 επ).
Από την διατύπωση, τους ορισμούς και τις ρυθμίσεις των άρθρων 239 – Β΄ και 274 ΚΠΔ προκύπτει ότι χωρίς την διαπίστωση των αλη¬θών πραγματικών περιστατικών είναι αδύνατη η ουσιαστική θεμελίω¬ση του τελεσθέντος εγκλήματος, η παραπομπή του κατηγορουμένου και, εν τέλει, η έκδοση ορθής απόφασης για την ενοχή ή την αθωό¬τητα του κατηγορουμένου, γι’ αυτό και η υποχρέωση αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας συνιστά την εξειδίκευση του κράτους δικαίου, που, ως αρχή, αποκτά συνταγματική κατοχύρωση με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (ΝΕUΜΑΝΝ, αλήθεια και Δικαιοσύνη στην Ποινι¬κή διαδικασία, 1998,48 επ.).
Η διαπίστωση της αλήθειας ανάγεται, έτσι, σε αναγκαία προϋπό¬θεση της δικαιοσύνης και ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ του δικαστή, ο οποίος οφείλει να υπηρετεί τον σκοπό της δίκης, που είναι η έκδοση μιας δίκαιης απόφασης βασιζόμενης στην αλήθεια και πραγματώνεται με την ορθή και σύμφωνη με την έννομη τάξη αξιολόγηση των πραγμα¬τικών περιστατικών, όπως αυτά αναδύονται από την αποδεικτική διαδκασία, δεδομένου ότι  ΧΩΡΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ (SAUER: ALLGEMEINE PROZESSRE-CHTSLEHRE, 1951,σελ.261),ακόμη και αν αυτή, η αλήθεια περιορίζεται αναγκαστικά και λογικά στην δικονομική της διάσταση, δηλαδή αυτή, που προκύπτει από τις απο¬δείξεις και δεσμεύει τον δικαστή και όχι ενός διαισθητικά από αυτόν προσλαμβανομένου μορφώματος πραγματικής αλήθειας, που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί απο όσα προέκυψαν στην διαδικασία (VOLK, PROZESSVORAUSSETZUNGEN IM STRAFRECHT, 1978, σελ.193 επ.TENKHOFF, DIE WAHRUNTERSTER STELLUNG IM STRAFPROZESS ; σελ. 91, SCHMIDI - NAUSER: ZUR FRAGE NACH DEM ZIEL DES STRAFROZESSES, 1961, σελ . 512, LR-GOSSEL:VOR 359 RN 5).
Η θεσμική αναγνώριση των αρχών αυτών (93 Συντ.,6 ΕΣΔΑ και 139,177 και 510 ΚΠΔ) υποχρεώνει τον δικαστή να παράγει δικαστικές ποινικές αποφάσεις χωρίς ελλειπή, ασαφή ή αντιφατική αιτιο¬λογία, αλλιώς μια τέτοια δικαστική απόφαση δεν θα είναι μόνον λανθασμένη αλλά α) θα παραβιάζει ευθέως τον βασικό σκοπό της ποινικής δίκης, που είναι η ανάδειξη της αλήθειας των πραγματι¬κών γεγονότων στο αιτιολογικό της μέρος και η ορθή εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου στο διατακτικό της, αλλιώς η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 1519/2000, Ποιν.Χρ.ΝΑ 607, 1370/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ 596, 1824/2002, Πραξ. Λογ.ΠΔ 2002, 514, 2002/2002 Ποιν.Χρ.ΝΓ 7341,1961/2003,Πραξ. Λογ.ΠΔ 03, 526, 72/2004 Ποιν.Χρ.ΝΔ, 774,1340/2005, Ποιν.Δικ. 2006, 719,324/2007 αδημ. και. Ολ ΑΠ 2/2002, Ποιν.Χρ.ΝΒ 120).
και β) θα είναι άδικη κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, τις διατάξεις του οποίου και θα παραβιάζει ( ΕΔΔΑ: VAN DER HURK κατά Ολλανδίας, αποφ. 19-4-1994,GARCIA RUIZ κατά Ισπανίας, αποφ. 21-1-1999 και πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ,Δ 2000,σελ. 96, JAKOBS, THE EUROPEAN CONVENTION ON HUMAN RIGHTS,1996,σελ.126).
Επειδή, δε, όλες οι ανωτέρω αρχές και κανόνες με την θεσμική (και μάλιστα, Συνταγματική) αναγνώριση, κατοχύρωση και προστα¬σία τους υποχρεώνουν τον δικαστή να τις τηρεί και να τις εφαρ¬μόζει απαρέγκλιτα και σταθερά, η τυχόν, παραβίαση από αυτόν (δικαστή) συνιστά παράβαση καθήκοντος κατά την έννοια του άρθρου 259 ΠΚ, που διαπράττεται με πρόθεση και δόλο, αφού δεν μπορεί να επικαλεσθεί άγνοια της (JUS NOVIT CURIA) ανάγονται, δε, στην εκπλήρωση του ανατεθειμένου σ’ αυτόν, ως λειτουργού, υπηρεσιακού έργου απονομής της δικαιοσύνης (ΔΕΔΕ, Εγκλήματα περί την υπηρε¬σία, Δ. Σπινέλλη, Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, Μπιτζιλάκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, Ψαρούδα- Μπενάκη, Γνωμοδότηση,Ποιν.Χρ.1983 Ολ.ΑΠ 262/1961, Ποιν.Χρ. 1961, σελ. 385) γι’ αυτό και η παραβίαση των αρχών αυτών συνιστά, αντικειμενικά και υποκειμενικά, μια από τις περιπτώσεις του κατ’ άρθρο 525, παρ. 1-3 ΚΠΔ, λόγου για την επανάληψη της διαδικασίας ( Θ. Δαλακούρας, Επανάληψη της Διαδικασίας, σελ. 158 επ. Μ. Μαργαρίτης, Ερμ ΚΠΔ,1104 Ελ.Λ. Μαργαρίτη, Εμβάθυνση ΚΠΔ, σελ. 160,337,828 κ.λ.π.).
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών και διατάξεων σε συνδυασμό με όσα προκύπτουν και αναδεικνύονται, τόσο από το αποδεικτικό υλικό της απόφασης αυτής, όσο και από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας που τέθηκε υπόψη μας, η υπ’ αριθμόν 50/2005 Απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, είναι προϊόν και αποτέλεσμα κακοδικίας, που συντελέσθηκε με παράβαση του καθήκοντος των δικαστών που την εξέδωσαν, διότι:
1) ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΨΕΥΔΩΣ, ως πραγματικό γεγονός, που προκύπτει από την κατάθεση (απολογία) του Α.Β. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (Πρωτοδίκως), ότι αυτός και ο αδελφός του S. έκλεισαν το φορτηγό  χωρίς να προβούνε σε έλεγχο τούτου (Φύλλο 6 σελ. 11, σειρά 13-14), παρά το ότι ο ανωτέρω Α.Β. στην κατάθεση - απολογία του, Πρωτοδίκως (υπ’ αριθμόν 8/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δ. Μακεδονίας) αναφέρει ρητά ότι όταν «ξαναγυρίσαμε, το αυτοκίνητο ήταν προς το τέλος του φορ¬τώματος και τότε ανέβηκε πάνω ο S. να βάλει τα τσουβάλια καλά. Μετά κλείσαμε το αυτοκίνητο με την τέντα».
2) ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΨΕΥΔΩΣ, ως πραγματικό γεγονός ότι στο Αλβανικό Τελωνείο Τιράνων το φορτηγό στάθμευσε σε χώρο που υποδείχθηκε από τον κατηγορούμενο Γ.Τ. και ότι ο συνοδός του Τ.Ζ. διανυκτέρευσε στο αυτοκίνητο, ενώ, από την κατάθεση (απολογία) του Α.Β. (όπου ανωτέρω) προκύπτει ότι η επιλογή του χώρου στάθμευσης ήταν του ιδίου και στο αυτοκίνητο διανυκτέρευσε ο αδελφός του S., έχοντας υπερεπάρκεια χρόνου να εκφορτώσει και να φορτώσει το φορτηγό, όχι μόνον μια, αλλά περισσό¬τερες φορές.....
3) ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΨΕΥΔΩΣ, ως πραγματικό γεγονός, ότι ο κατηγορούμενος Γ.Τ.,  ενώ διαβεβαίωνε τον Οδηγό του Φορτηγού Α.Β. ότι θα τον συνόδευε στην Ελλάδα, ξαφνικά άλλαξε γνώμη και, του δήλωσε ότι θα μετέβαινε αεροπορικώς στην Αθήνα, ενώ από τον συνδυασμό των καταθέσεών του οδηγού και του ιδιοκτήτη του φορτηγού Μ.Μ. στην Πρωτόδικη δίκη, προκύπτει αφενός μεν ότι τα περί συνοδείας μέχρι την Ελλάδα ειπώθηκαν μεταξύ οδηγού και ιδιοκτήτη, ο δε Γ.Τ.  είπε εξαρχής στον ιδιοκτήτη ότι θα τον περιμένει στην Αθήνα.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το ίδιο αυτό δήθεν πραγματικό γεγονός παρουσιάζεται ως τέτοιο από την απόφαση, αλλά με εντελώς διαφορετική εκδοχή παρακάτω για να αποδείξει διαφορετικές παραδοχές της ίδιας απόφασης (βλ. απόφαση).
Παρ’ όλα αυτά όμως η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (50/2005) δέχεται και βεβαιώνει ΨΕΥΔΩΣ και τρίτη εκδοχή του συγκεκριμένου δήθεν πραγματικού γεγονότος όπου θεωρεί δεδομένη και αποδεδειγμένη την συνεχή παρουσία του Γ.Τ., πλησίον του Φορ¬τηγού και του φορτίου από την φόρτωση του, μέχρι την εισαγω¬γή του στην Ελλάδα, για να καταλήξει στο άκυρο, ψευδές και αυ¬θαίρετο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο σε οιουσδήποτε τρίτους να πλη¬σιάσουν το φορτίο (ό.π.).
4) ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΨΕΥΔΩΣ, ως πραγματικό γεγονός ότι ο οδηγός του φορτηγού κατέθεσε πως, δήθεν, παρέλαβε από τον Γ.Τ. μικρό σημείωμα, το οποίο, δήθεν, κατασχέθηκε, ενώ στην κατάθεση - απολογία του οδηγού Α.Β. Πρωτοδίκως ΟΥΔΕΝ περί αυτού αναφέρεται, ενώ ουδεμία έκθεση κατάσχεσης υπάρχει ή αναγνώσθηκε Πρωτοδίκως ή στο Πενταμελές Εφετείο, ώστε να προκύπτει ότι το σημείωμα αυτό προσκομίσθηκε ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ, όπως θα εκτεθεί παρακάτω.
5) ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΨΕΥΔΩΣ ως πραγματικό γεγονός ότι ουδεμία υπήρχε, δήθεν, περίπτωση να αφαιρεθεί το φορτίο του φορτη¬γού, ακόμη και με μη νόμιμο τρόπο, όπως (δήθεν) βεβαιώνουν με τις καταθέσεις τους οι εξετασθέντες και Πρωτοδίκως μάρτυρες Γ.Χ.(Τελωνειακός) και Ι.Μ. (δήθεν εκτελωνιστής), ενώ ο μεν πρώτος ουδέν αναφέρει, ο δε, δεύτερος στην κατάθεσή του ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου καταθέτει ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ, ότι δηλαδή, ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΛΟΠΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΤΩΜΕΝΑ !
6) Ενώ δέχεται ως αληθή την κατάθεση του μάρτυρα Ι.Μ., όμως ούτε αξιολογεί, ούτε διερμηνεύει ούτε καν, αναφέρει την ρητή και χωρίς επιφυλάξεις διαβεβαίωση του μάρτυρα αυτού, ότι ο κατηγορούμενος Γ.Π. έδειξε ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ και όχι ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ για το φορτηγό, το φορτίο, την εισαγωγή και τον εκτελωνισμό ενώ ταυτόχρονα, διαστρεβλώνει και αλλοιώνει την κατάθεση του ίδιου μάρτυρα, δεχόμενη και βεβαιώνουσα ΨΕΥΔΩΣ ότι, δήθεν, ο Γ.Π. ανακοίνωσε την πρόθεσή του να εκτελωνίσει το φορτίο στην ΑΘΗΝΑ ενώ ο μάρτυρας αυτός (Ι.Μ.) στην κατάθεσή του ΟΥΔΕΝ αναφέρει γι’ αυτό.
7) Ο Οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου Α.Β., από όσα βεβαιώνει και καταθέτει τόσο στο από 21-3-2003 απολογητικό του υπόμνη¬μα στην ανακρίτρια, όσο και στην ενώπιον αυτής από 20-3-2003 συμπληρωματική απολογία του (υπάρχουν στην δικογραφία) προκύπτει ότι αυτός και ο αδελφός του ιδιοκτήτη του φορτηγού παρίσταντο, παρα¬κολουθούσαν και ήλεγχαν τόσο την φόρτωση, όσο και την τοποθέτηση των σάκκων, έχοντας πλήρη και απόλυτη γνώση και συμμετοχή για το φορτίο του φορτηγού που οδηγούσε.
8) Στις ίδιες καταθέσεις του αλλά και στην πρώτη κατάθεσή του (από 19-3-2003) στον Διευθυντή του Τελωνείου Κρυσταλλοπηγής ο ανωτέρω Α.Β.  δηλώνει ευθέως και ευθαρσώς ότι αυτός που διηύθυνε όλη την επιχείρηση ήταν ο κατηγορούμενος Γ.Τ. και ο ιδιοκτήτης του φορτηγού Μ.Μ., που ήταν και το αφεντικό του, αναφέροντας τα εξής γεγονότα:
α) Ότι αυτός (ιδιοκτήτης του φορτηγού) είχε στείλει τον αδελφό του, που έλαβε μέρος σε όλες τις φάσεις του γεγονότος και συνόδευσε  το φορτίο μέχρι τα σύνορα. (σ.σ. διευκρίνιση : στην απόφαση ο αδελφός του Μ.Μ. (S), εμφανίζεται ως αδελφός του Α.Β….!)
β) Ότι, για πρώτη φορά, ο ιδιοκτήτης του φορτηγού και αφεντικό του, δεν τον συνόδευε στην μεταφορά πραγ¬μάτων - εμπορευμάτων με το φορτηγό, κάτι που του φάνηκε εξ αρχής περίεργο.
γ) Ότι (ο ιδιοκτήτης του φορτηγού) τηλεφωνούσε συνεχώς στον Γ.Τ. και τον αδελφό του δίνοντας εντολές και οδηγίες για την φόρτωση, την μεταφορά, την διαδρομή και όλες εν γένει, τις κινήσεις οδηγού και φορτηγού,
δ) Ότι οι οδηγίες- εντολές που είχε από το αφεντικό του ήταν να μεταβεί στην Αθήνα και να παραδώσει το φορτίο στους παραλήπτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος ο Μ.Μ., στον τόπο που θα καθόριζαν αυτοί και θα το μάθαινε (ο οδηγός) καθ’ οδόν, και
ε) ότι η δίκη του πεποίθηση ήταν πως και το "αφεντικό" του συμ¬μετείχε στην ομάδα που μετέφερε και θα πουλούσε, τα ναρκωτικά αφού, χωρίς αυτόν, τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει.
3) Από τις ίδιες, παραπάνω καταθέσεις του Α.Β., οδηγού ταυ φορτηγού, σε συνδυασμό με τις από 19-3-2003 καταθέσεις των τελωνειακών υπαλλήλων Γ.Χ. και Ι.Δ., τις από 2Ι-3-2003 καταθέσεις των ιδίων στην ανακρίτρια Καστοριάς, την από 16-4-2003 κατάθεση του Ι.Μ. στην Ανακρίτρια Καστοριάς, σε συνδυασμό με τις (3) καταθέσεις του Γ.Π.  από Ι9-3-2003 και 20-3-2003 στο ΣΔΟΕ, το τελωνείο Κρυσταλ¬λοπηγής και την ανακρίτρια Καστοριάς, αναιρούνται οι παραδοχές της άνω καταδικαστικής απόφασης και προκύπτει ότι:
α) Ο Ι.Μ. ουδέποτε υπήρξε εκτελωνιστής, όπως ψευδώς εδήλωσε στο δικαστήριο, ενώ στην άνω ενώπιον της ανακρίτριας κατάθεσή του εδήλωσε ιδιωτικός υπάλληλος, κατά δέ τον Μάρτιο του 2003 δεν είχε δικαίωμα να ενεργεί ούτε ως υπάλληλος εκτε¬λωνιστικού γραφείου, το οποίο (δικαίωμα) απέκτησε με την έκδοση Ειδικού Δελτίου Εξουσιοδότησης την 30/11/2006 !
β) Τα ανωτέρω ήταν, ασφαλώς, γνωστά στους Τελωνειακούς υπαλλήλους, οπότε είναι περίεργο, τουλάχιστον, πως ο εξ αυτών Γ. Χ. επιβεβαιώνει ότι ο ανωτέρω είναι, δήθεν, εκτελωνιστής.
γ) Ο εκ των τελωνειακών υπαλλήλων Ι. Δ. σε όλες τις καταθέσεις του παραμένει ασαφής σε ότι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε ο έλεγχος του φορτηγού, ενώ ο συνάδελφός του Γ. Χ. τόσο στις άνω καταθέσεις του, όσο και σ’ αυτές που περιέχονται στα πρακτικά των αποφάσεων του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (Τριμελούς και Πενταμελούς) αλλάζει κάθε φορά και σε κάθε κατάθεση τα πραγματικά γεγονότα και τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε και διενεργήθηκε ο έλεγχος του φορτηγού.
δ) Ο Οδηγός του φορτηγού Α.Β. στις άνω καταθέσεις του ενώπιον των Τελωνειακών Αρχών και της Ανακρίτριας όχι μόνον ουδέν αναφέρει για εκτελωνιστή και εκτελωνισμό, αλλά με απόλυτη σαφήνεια και αφοπλιστική αυθόρμητη επιμονή ομολογεί, ότι η εντολή που είχε από του «αφεντικό του» ήταν να πάει στην  Αθήνα, και, καθ’ οδόν, θα μάθαινε τηλεφωνικά από τον ίδιο, τον ακριβή του προορισμό.
ε) Η αληθής και πραγματική εκδοχή για τους λόγους και τις συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε και έγινε ο έλεγχος του φορτηγού πρέπει να είναι αυτή που καταθέτει ο τελωνειακός Γ.Χ. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας (αρ, απόφασης 8/2004), ότι δηλαδή, ο έλεγχος του φορτηγού ήταν ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ  επειδή δεν υπήρχε ΑΦΜ του «παραλήπτη», ούτε στο τιμολόγιο, ούτε στο έγγραφο Τ1, ούτε στην Φορτωτική.
στ) Από τα κείμενα των διατάξεων για τις διαδικασίες εισαγωγής, προκύπτει ότι το έντυπο Τ1, με συνημμένα το τιμολόγιο και την φορτωτική ήταν τα μοναδικά απαιτούμενα στοιχεία - έγγραφα για να αναχωρήσει το φορτηγό από το Τελωνείο Εισόδου και να κυκλοφο¬ρήσει στο εσωτερικό της χώρας μέχρι το Τελωνείο Εκτελωνισμού, όπου υπογράφει ο εκτελωνιστής, χωρίς να γίνει εκτελωνισμός του εμπο¬ρεύματος.
ζ) Από τα παραπάνω αποδεικνύεται, ότι αν οι εμπλακέντες είχαν το ΑΦΜ και τα στοιχεία του εκτελωνι¬στή του Γ.Π. στην Αθήνα το φορτηγό δεν θα είχε ελεγχθεί, ούτε θα είχε σταματήσει εκεί και θα συνέχιζε την πορεία του μέχρι την Αθήνα για να παραδοθεί στο "αφεντικό" του οδηγού και τους πραγματικούς παραλήπτες του φορτίου, χωρίς ποτέ να μάθει οιοσδήποτε άλλος για το πραγματικό του περιεχόμενο.
Γι’ αυτό ακριβώς όσα καταθέτει ο «εκτελωνιστής» Ι.Μ., είναι ψευδή και προσχηματικά, δεδομένου ότι, όποιος ή όποιοι τηλεφώνησαν στον Γ.Π. δεν μπόρεσαν να μάθουν ούτε το ΑΦΜ,  ούτε τον εκτελωνιστή του, αυτός δε, αν είχε οιανδήποτε γνώση ή ανάμειξη, θα είχε δώσει και τα δύο στοιχεία για να «περάσει» χωρίς έλεγχο το φορτηγό και να παραλάβει το εμπόρευμα χωρίς ΚΑΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ!
η) Αν πράγματι ο Ι.Μ. είχε μάθει το ΑΦΜ του Γ.Π. από την γραμματέα του, όπως καταθέτει ο ίδιος εξ αρχής και στο δικαστήριο, γιατί ΠΟΤΕ δεν το κατέθεσε και, γιατί δεν τον σημείωσε στα τελωνειακά έγγραφα, αφού, όπως καταθέτει, τα είχε μαζί του;
θ) Η άρνησή του Γ.Π. να δώσει τα ζητούμενα άνω στοιχεία και, κυρίως η κατάθεσή του στον ΣΔΟΕ και το Τελωνείο Κρυσταλλοπηγής, όπου κατέθεσε τα τηλεφωνήματα που δέχθηκε και το περιεχόμενό τους φαίνεται ότι ήταν η αιτία και η αφορμή για να αλλάξουν εκ των υστέρων, ΟΛΟΙ τις καταθέσεις τους και να ΣΤΗΣΟΥΝ ένα πλασματικό και ψευδές «σκηνικό», με στόχο και σκοπό να επιτύχουν την απαλλαγή των λοι¬πών και την καταδίκη του Γ.Π., ως, δήθεν, «εγκέφαλο» και «παραλήπτη»!
Σ’ αυτή την μεθόδευση φυσικά, έχουν όπως φαίνεται πρωταγωνιστικό ρόλο ο «εκτελωνιστής» και ο εκ των τελωνειακών Γ.Χ., οι οποίοι κατέθεσαν ΑΦΟΥ πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο των καταθέσεων του Γ.Π. και αντιλήφθησαν ότι τα προς αυτόν τηλεφωνήματα θα έβγαιναν, έτσι και αλλοιώς στην επιφάνεια, γι' αυτό και έπρεπε να αποπροσανατολίσουν τις ανακριτικές και δικαστικές αρχές.
9) Από το κείμενο των από 20-3-2003 Πρακτικών Δηλώσεων από άτομα που δείχνουν τις περιστάσεις ανάκρισης ενώπιον του Ι.Μ., αξιωματούχου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κορυτσάς που υπάρχει στην δικογραφία προκύπτουν τα εξής δεδομένα που αναιρούν και διαψεύδουν τις παραδοχές της υπ’ αριθμόν 50/2005 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
α) Το  περίφημο σημείωμα με τα στοιχεία, την διεύθυνση και τα τηλέφωνά του Γ.Π. ΔΕΝ μπορεί να παραδόθηκε στον οδηγό του φορτηγού από τον συγκατηγορούμενό του Γ.Τ., όπως δέχεται η καταδικαστική απόφαση και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΝΑ ΕΙΧΕ ΔΟΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΤΟΝ Α.Ν. (αποστολέα του εμπορεύματος από τη Αλβανία), από τον οποίο και μετά από δικαστική συνδρομή να εστάλη από τις Αλβανικές Αρχές, που το κατέσχεσαν, στην Εισαγγελία Καστοριάς, όπως προκύπτει από το έγγραφο της δικογραφίας.
β) Η ευθεία και αναγκαστική ομολογία του Γ.Τ. ότι αυτός συνέ¬ταξε το σημείωμα αυτό δεν αντέχει στην λογική των πραγμάτων, αφού ο ίδιος ισχυρίζεται, ότι δεν γνώριζε ποτέ και καθόλου τον Γ.Π., ενώ η κατάθεση του Γ.Χ. στο Τριμελές Εφετείο, ότι, δήθεν, υπήρχε στο έλεγχο αυτό το σημείωμα, είναι ΨΕΥΔΗΣ!!!
γ) Με δεδομένο ότι το εν λόγω σημείωμα είναι γραμ¬μένο σε φύλλο εβδομαδιαίου επιτραπέζιου ημεροδείκτη (ημερολόγιο) είναι εύκολο να εξαχθεί ως δεδομένο ότι ΔΕΝ ήταν δυνατόν να είχε συνταχθεί τον Μάρτιο του 2003, αφού οι εγγύτεροι στο παρελθόν και το μέλλον της στιγμής εκείνης μήνες που είχαν συγκεκριμένη κατά ημερομηνία και ημέρες εβδομάδα (Κυριακή 21 μέχρι Σάββατο 27) ήταν ο Ιούλιος του 2002 (ένα περίπου έτος πριν) και ο Σεπτέμβριος του 2003, εξ μήνες αργότερα...
Παρ’ όλ’ αυτά το Δικαστήριο ενώ ανάγει το σημείωμα αυτό σε κομβικό στοιχείο της απόφασής του, ούτε ασχολείται, ούτε ερευνά, για να διαπιστώσει:
α) Από ποιον, πότε και που γράφτηκε αυτό το σημείωμα; Υπήρχε ή κατασκευάστηκε ΜΕΤΑ την σύλληψη του οδηγού και την αποκάλυψη του φορτίου;
β) Ποιος, τελικά, το «έφερε» στη δικογραφία; και
γ) Είναι τυχαίο, ότι το επάνω μέρος του σημειώματος έχει αφαιρεθεί, για να μην φαίνεται ο μήνας και το έτος στο οποίο αντιστοιχεί ο ημεροδείκτης;
10) Από την κατάθεση του Μ.Α. ενώπιον των προανακριτικών αρχών (25-3-2003), σε συνδυασμό με την ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας κατάθεσή του ως μάρτυρα του οδηγού Α.Β., προκύπτει ότι:
α) Η συνάντηση του μάρτυρα αυτού με τον κατηγορούμενο Γ.Τ. και τον Αλβανό συνεταίρο του στα Τίρανα, στην πρώτη κατάθεσή του (25-3-2003) έγινε «τυχαία», ενώ στην ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του έγινε προγραμματισμένα, μετά από πρόσκληση του Αλβανού συνεταίρου του Γ. Τ.
β) Ενώ στην πρώτη κατάθεσή του (25-3-03) η συνάντηση έγινε το μεσημέρι της 13ης Μαρτίου 2003, κατά την ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του, η συνάντηση έγινε «το πρώτο 10ήμετρο του Μαρτίου 2003».
γ) Ενώ στην πρώτη κατάθεση (25-3-03) αυτός που ζήτησε από τον μάρτυρα να μεταφέρει το κάρβουνο στην Ελλάδα ήταν ο Γ. Τ., στην ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του δηλώνει ότι του το ζήτησαν από κοινού και οι δύο.
δ) Ενώ στην από 25-3-03 κατάθεσή του δηλώνει με γνώση και πεποίθηση της αλήθειας ότι γνώριζε που έγινε η φόρτωση και πως έγινε, με τον οδηγό να είναι στο εστιατόριο και ΜΟΝΟΣ του, χωρίς δηλαδή, τον αδελφό του ιδιοκτήτη του φορτηγού, στην ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του δηλώνει, όχι μόνον ότι δεν γνωρίζει ΤΙΠΟΤΑ, αλλά και ότι ουδέποτε κατέθεσε τα παραπάνω!
ε) Ενώ στην από 25-3-03 κατάθεσή του δηλώνει ότι έδωσε το τηλέφωνο του Μ.Μ. στον Γ.Τ., ο οποίος ενήργησε, στη συνέχεια μόνος με τον Μ.Μ. και τον οδηγό του, στην ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του δηλώνει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή έδωσε το τηλέφωνο του Γ.Τ. στον Μ.Μ., τον οποίο, μάλιστα, αναζητούσε και τον συνάντησε μαζί με τον οδηγό του Α.Β..
στ) Ενώ στην από 25-3-03 κατάθεσή του δηλώνει ότι εγνώριζε την διαδρομή και τις λεπτομέρειες του ταξειδιού του φορτηγού, όπως, επίσης, την αναχώρηση του Γ. Τ.  για την Αθήνα και την ημέρα αναχώρησης του φορτηγού για την Ελλάδα, στην ενώπιον του Εφετείου κατάθεσή του δηλώνει άγνοια για όλα αυτά.
11) Το πιο σημαντικό-κομβικό στοιχείο που δεν ερεύνησε, ούτε έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, όμως, είναι ότι η απόσταση μεταξύ Τιράνων και Αθήνας μέσω Κακκαβιάς είναι 200 (διακόσια) χιλιόμετρα μικρότερη από την ίδια απόσταση μέσω Κρυσταλλοπηγής.
Η διαφορά αυτή είναι σημαντική για τον μεταφορέα, αφού, σε συνδυασμό με την άθλια κατάσταση του οδικού δικτύου της Αλβανίας, αυξάνει όχι μόνο το κόστος της μεταφοράς, αλλά και τον χρόνο, επί πλέον, δε, ταλαιπωρεί και φθείρει πιο πολύ το όχημα.
Γιατί έγινε η επιλογή του πιο μακρινού δρομολογίου;






ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ
(α) ΑΝ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΗΓΟΡΟΙ  υπεράσπισης είχαν τηρήσει ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 357 παρ.4 εδ.βΚΠΔ, ελέγχοντας τις αντιφάσεις των καταθέσεων της Προδικασίας με εκείνες ενώπιον του δικα¬στηρίου, τότε είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Γ.Π. θα είχε αθωωθεί, αφού ΜΟΝΟΝ οι δικές του καταθέσεις έχουν απ’ αρχής, μέχρι τέλους το ίδιο περιεχόμενο τις ίδιας  αλήθειας ...
(β) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, πάντως, διαπιστώνεται από όλα τα παραπάνω, ότι το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, πρωτόδικα και στον β΄ βαθμό, παραβίασε το άρθρο 274 ΚΠΔ και όχι μόνον δεν ερεύνησε τους ισχυρισμούς, του κατηγορούμενου όπως ώφειλε, αλλά τους αγνόησε εντελώς, δεχόμενο, χωρίς έρευνα ή διασταύρωση την «αλήθεια» των ισχυρισμών των «αθωωθέντων», όπως αυτή σκηνοθετήθηκε από τους ίδιους ενώπιόν του, «επικουρούμενο» βεβαίως και από τους συνηγόρους του, οι οποίοι παρέλειψαν να αναδείξουν τις ανωτέρω αντιφάσεις και παλινωδίες των μαρτύρων και των συγκατηγορούμενων του, με αποτέλεσμα την ουσιαστική ΚΑΚΟΔΙΚΙΑ του, αλλά και την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης που συγκαλύπτει την αλήθεια αφού ΔΕΝ ερευνήθηκε !!!

1 σχόλιο:

  1. Ενα σημείο που πρέπει να ερευνηθεί ειναι οι συνθήκες σύλληψης του πρώτου κατηγορουμένου. Ερωτήματα . Α )Υπήρξε δυσκολία σύλληψης: Έγινε προσπάθεια φυγής: Ποιοι ενεπλάκησαν στην σύλληψη και μεταφορά του στην Καστοριά : Πως θα αντιδρούσε κάποιος ο οποίος θα εμπλεκετο σε διακίνηση (αναμονή) ναρκωτικών:Γιατι το τελωνείο δεν ζήτησε την συνδρομή της αστυνομίας και της δίωξης ναρκωτικών ώστε μετα απο παρακολουθηση να συνελαμβανετο ο πραγματικός αποδέκτης κατα την εκφόρτωση τοσο του φορτίου άνθρακα οσω και των ουσιών.Η πρακτική σε τέτοιου είδους παράνομες δραστηριότητες απαιτεί την απόλυτη ταξι και οργάνωση των νομιμοποιητικών εγγράφων εξαγωγών η εισαγωγών για την μη εμπλοκή του οποιου εμπορεύματος σε περαιτέρω έλεγχους και κωλύματα. Πρόκειται κατα την γνώμη μου συνηθη διαδικασία που ακολουθούν οι λαθρεμποροι και τα κυκλώματα για την διακίνηση των ουσιών που ενω το εμπόρευμα ταξιδευει στο ονομα κάποιοι ανυποψίαστου (που πιθανον να κατεχουν και το ΑΦΜ του και ολα τα στοιχεια αλληλογραφίας του και οταν ειναι έμπορος αυτα υπάρχουν στις αποδείξεις τα τιμολόγια ακομα και στις επαγγελματικες καρτ βιζιτ) καθ οδον σκηνοθετειται κλοπή η ληστεία .απο τους ίδιους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή